Οι ιδιωτικές λέσχες, αυτά τα κλασικά διαχρονικά καταφύγια της ελίτ φαίνεται ότι αποκτούν νέο – και μοντέρνο – αέρα. Ιδού ένα καλό παράδειγμα εκ Βοστόνης.
Εκείνο που καθορίζει μια ιδιωτική λέσχη είναι τα κριτήρια με τα οποία δέχεται και προσκαλεί νέα μέλη. Στο βοστονέζικο ‘Quin House, κάθε υποψήφιο μέλος καλείται να μοιραστεί τη διαφορά που κάνει στον τομέα ή στην κοινότητά του και να δηλώσει με ποιον τρόπο συμβάλλει στη βελτίωση του κόσμου.
Μπορεί να είσαι νέος επιχειρηματίας, διευθύνων σύμβουλος μεγάλης εταιρείας, καλλιτέχνης, ή ερευνητής. Εδώ, μέλη με διαφορετικό υπόβαθρο συναντιούνται και ανακαλύπτουν κοινούς δεσμούς όντας ηγέτες, δημιουργοί και καινοτόμοι.
Το παράδειγμα του ‘Quin House είναι ενδιαφέρον επειδή δε φιλοδοξεί να είναι ένα ήσυχο, άδειο κλαμπ του παλιού κόσμου, αντίθετα επιδιώκει να είναι ένα ζεστό και ζωηρό μέρος. Πέρα από την αίσθηση της κοινότητας, το στοίχημα για τις ιδιωτικές λέσχες της νέας εποχής είναι να μαγνητίζουν αυτόφωτους ανθρώπους με περιεχόμενο.
Για να το πετύχουν αυτό οι Edgerleys -οι ιδρυτές και ιδιοκτήτες της λέσχης- επιστράτευσαν ένα υβριδικό όπλο για τη νέα εποχή: την πολυσχιδή συλλογή έργων τέχνης τους. Ξεκίνησαν το εγχείρημα τους το 2017, αφού πήραν στην κατοχή τους ένα ιστορικό κτίριο της περιοχής του Bay Back, όπου πριν λειτουργούσε το Algonquin Club, μιας λέσχη που χρονολογείται από το 1888.
Γνωστοί για τη φιλανθρωπική τους δράση, την επιχειρηματική τους δεινότητα και τους δεσμούς τους με ιδρύματα κύρους όπως το Χάρβαρντ και η Bain Capital, οι Edgerleys ξεκίνησαν στην καρδιά της Βοστώνης μια φιλόδοξη μεταμόρφωση, αναθέτοντας την αναζωογόνηση του αρχιτεκτονικού στολιδιού της χρυσής εποχής στο νεοϋορκέζο βιρτουόζο του σχεδιασμού Ken Fulk.
Σήμερα, το ‘Quin House, μια εκτεταμένη όαση 56.000 τετραγωνικών μέτρων, λειτουργεί με μια σειρά από ανέσεις που ξεδιπλώνονται σαν κεφάλαια σε ένα πλούσιο μυθιστόρημα: τέσσερα γκουρμέ εστιατόρια, έξι πολυτελή μπαρ και σαλόνια, μια υπερυψωμένη βεράντα στον τελευταίο όροφο, ένα υπερσύγχρονο γυμναστήριο, spa και σάουνα, κομψά διακοσμημένα δωμάτια και χώροι ιδιωτικών εκδηλώσεων.
Ωστόσο, τα πολυτελή χαρακτηριστικά θα το καθιστούσαν άλλη μια τυπική ιδιωτική λέσχη, αν στο στέμμα του ‘Quin δε βρισκόταν ένα μοναδικό κόσμημα – μια εκτεταμένη συλλογή έργων τέχνης που ξεδιπλώνει ένα μωσαϊκό από διαφορετικές καλλιτεχνικές φωνές και τεχνοτροπίες. Επιμελημένη από τους Edgerleys σε συνεργασία με τους διαπρεπείς συνεπιμελητές Kate Chertavian και Lucy Rosenburgh, αυτή η συλλογή που περιλαμβάνει περισσότερα από 400 έργα , παντρεύει την κλασική κομψότητα με τη σύγχρονη ατμόσφαιρα και εξυμνεί τα τοπικά ταλέντα μαζί με τις παγκόσμιες καλλιτεχνικές προσωπικότητες.
Για παράδειγμα, αν βρεθείτε να περιηγείστε σε κάποιο σαλόνι της λέσχης είναι πιθανό να αντικρίσετε την διαχρονική λάμψη του Ροντέν να συνομιλεί με το σύγχρονο έργο της Zainab Sumu και τους κυβιστικούς στοχασμούς του Πικάσο να διαπλέκονται με τις αφηρημένες ταπισερί της Julie Mehretu.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τοίχοι της λέσχης μουρμουρίζουν τον απόηχο της ιστορίας, φιλοξενώντας πολύτιμα κειμήλια που κληρονομήθηκαν από τη λέσχη Algonquin – μεταξύ αυτών ένα εντυπωσιακό αυθεντικό πορτρέτο του Calvin Coolidge από τον Edmund C. Tarbell.
Η σκόπιμη αντιπαράθεση της γοητείας του παλιού κόσμου με τις πρωτοποριακές εκφράσεις αντανακλά όχι μόνο την εκτίμηση για τις εικαστικές τέχνες αλλά και τη δέσμευση για την προώθηση του πνευματικού διαλόγου. Είναι ένα σημάδι ότι οι συζητήσεις δεν περιορίζονται πλέον στα επιβλητικά όρια των δωματίων με τις ξύλινες επενδύσεις – ψάχνουν συνομιλητές με όνειρα μεγαλύτερα από τα δικά τους, ρέουν και ανυπομονούν να αλλάξουν τον κόσμο.
Στην ουσία, η έγχυση της τέχνης στις σύγχρονες ιδιωτικές λέσχες αντιπροσωπεύει μια αναγέννηση της πολιτιστικής περιέργειας – μια δέσμευση για υπέρβαση του συνηθισμένου και μια πρόσκληση για εξερεύνηση του βαθύτατου, όλα μέσα στη διακριτική κομψότητα αυτών των διαχρονικών καταφυγίων. Είναι, τελικά, μια απόδειξη της διαρκούς γοητείας της παράδοσης που εξελίσσεται σε αρμονία με τη ζωντάνια των σύγχρονων ευαισθησιών.
Όσο για το κόστος της λέσχης; Η συνδρομή κυμαίνεται μεταξύ 2.000 και 4.000 δολαρίων το χρόνο.
Πηγή : andro.gr