Στα τέλη των 60s ο Άλφρεντ Χίτσκοκ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του. Είχε ήδη εμπορικά και καλλιτεχνικά σουξέ στο όνομά του (“Σιωπηλός Μάρτυρας”, “Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου”), ενώ ακόμα δεν είχε σκαρφιστεί το εμβληματικό “Ψυχώ”. Εκεί ανάμεσα, χάρη στην καθοριστική συνδρομή του δεξιοτέχνη σεναριογράφου Έρνεστ Λίμαν (“Sweet Smell of Success”), ο σκηνοθέτης “πρόλαβε” να γυρίσει την απόλυτη χιτσκοκική ταινία.
Όπως συνήθως συμβαίνει στα φιλμ του, ο πρωταγωνιστής είναι ένας αθώος που βρίσκεται μπλεγμένος σε μια απίθανη υπόθεση. Εν προκειμένω, πρόκειται για έναν επιτυχημένο διαφημιστή (Κάρι Γκραντ), ο οποίος όχι μόνο εκλαμβάνεται κατά λάθος ως κυβερνητικός πράκτορας από αντίπαλους κατασκόπους, αλλά επιπλέον οι τελευταίοι του φορτώνουν και ένα φόνο. Στην προσπάθειά του να διαφύγει, ο ήρωας γνωρίζει μια μυστηριώδη γυναίκα (Εύα Μαρί Σέιντ) η οποία θα τον μπλέξει σε ακόμα περισσότερες περιπέτειες.
Ο Χίτσκοκ, έχοντας ως αφετηρία τη σύγχυση του πρωταγωνιστή του, καθοδηγεί την ταινία σε διαδοχικές απολαυστικές μεταβολές του αφηγηματικού ύφους. Ξεκινάει ως ένα καφκικό πολιτικό θρίλερ (με σαφείς ψυχροπολεμικές νύξεις), εξελίσσεται σε μια καταιγιστική κατασκοπική περιπέτεια (που επηρέασε χαρακτηριστικά το μεταγενέστερο “Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 Εναντίον δρος No”), προτού εξελιχθεί σε ένα παθιασμένο ρομαντικό δράμα. Και, παράλληλα, η προσοχή μένει επικεντρωμένη σε έναν κεντρικό χαρακτήρα που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να μην παραδοθεί στην τρέλα. Ακόμα και όταν, απ’ το πουθενά, του επιτίθεται ένα αεροπλάνο…
Μπορεί να έχουν περάσει πάνω από 60 χρόνια από την πρεμιέρα της ταινίας, ο λόγος όμως που παραμένει σπουδαία δεν οφείλεται μόνο στον τρόπο που αριστοτεχνικά ισορροπεί συστατικά αντίθετα μεταξύ τους. Μία ουσιαστικότερη αιτία αφορά στο πώς εντάσσει εγκεφαλικά το θεατή στο παιχνίδι της αγωνίας, στην ταύτιση με έναν ήρωα που ταυτόχρονα είναι μικροσκοπικός και γίγαντας. Κι έπειτα, το φιλμ υπενθυμίζει έμμεσα ότι όπως ο άμοιρος διαφημιστής δε φοβάται να εγκαταλείψει την καριέρα του για το άγνωστο, έτσι και εμείς ικανοποιούμε την άσβεστη επιθυμία μας για διαφυγή πηγαίνοντας στον κινηματογράφο.
Πηγή: athinorama.gr