Το 26ο βιβλίο του, το Σίλβερβιου, δεν έμελλε να το δει τυπωμένο. Ο Λε Καρέ μάς άφησε τον Δεκέμβριο του 2020 και το μυθιστόρημα βγήκε τον Οκτώβριο του 2021. Στα μέρη μας εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Bell (όπως και τα υπόλοιπα βιβλία του) σε μετάφραση της Μαρίας Παπανδρέου.
Ακόμη κι έτσι όμως, οι ήχοι και οι τονικότητες του ώριμου συγγραφικού εαυτού του διατρέχουν όλο το βιβλίο και εξηγούν γιατί ο Λε Καρέ αγαπήθηκε παθολογικά από εκατομμύρια αναγνώστες και γιατί, άκρως σημαντικό αυτό, κατάφερε να κάνει ένα περιθωριακό είδος λογοτεχνίας (την κατασκοπευτική) να δείχνει -και να είναι- άξιο «τέκνο» της μεγάλης λογοτεχνίας.
Μπορεί στο Σίλβερβιου να λείπουν οι μεγάλες εξάρσεις, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και οι εποχές έχουν αλλάξει. Ο Λε Καρέ δεν μιλάει πλέον για την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (πόσο βαθιά και καίρια την ανέλυσε) όπου τα πάντα κρίνονταν στην κόψη του ξυραφιού, αλλά για εκείνη την πολιτικο-κοινωνική κατάσταση του μετανεωτερικού κόσμου όπου κυριαρχεί η ασάφεια και το μπάχαλο.
Στη ζυγαριά του Σίλβερβιου μπαίνουν αντίρροπες δυνάμεις. Στο ένα τάσι το δημόσιο καθήκον που οφείλεις να ακολουθήσεις πιστά και αγόγγυστα και στο άλλο η ηθική του ατόμου, την οποία θέλει να διασφαλίσει γνωρίζοντας πως θα πληρώσει το ανάλογο κόστος. Εχεις την αίσθηση πως η έννοια της πατρίδας, αυτή η χωρική, αλλά κυρίως συναισθηματική κατάσταση που ενοποιεί τον άνθρωπο με τους συμπατριώτες του, στο Σίλβερβιου τελεί υπό αίρεση. Σαν να λέμε: γιατί πρέπει να οφείλεις κάτι στην πατρίδα σου όταν αυτή έχει νεκρωθεί μέσα σου και δεν την αναγνωρίζεις;
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Τζούλιαν Λόνζι, ένα πρώην μεγαλοστέλεχος του Σίτι, ένα τρέιντερ-αρπαχτικό μιας χρηματιστηριακής, που αποφάσισε να τα βροντήξει όλα, να απαρνηθεί το χρώμα του χρήματος για τη μυρωδιά των τυπωμένων σελίδων. Αποφασίζει, λοιπόν, να ανοίξει ένα μικρό βιβλιοπωλείο (με τον εύγλωττο τίτλο «Τα Καλύτερα Βιβλία») σε μια παραθαλάσσια πόλη της Ανατολικής Αγγλίας. Η ιστορία κλείνει όταν όλα τα επιμέρους στοιχεία έχουν τοποθετηθεί με σαφήνεια και μαθηματική ακρίβεια από τον Τζον Λε Καρέ.
Είναι, άραγε, βιβλιοφιλικό το ενδιαφέρον του Λε Καρέ σ’ αυτό το μυθιστόρημα; Πολύ χαμηλός στόχος για έναν τέτοιο συγγραφέα. Αν και η δράση πυροδοτείται από έναν παράξενο ασπρομάλλη πελάτη που εμφανίζεται στο βιβλιοπωλείο ως επαΐων, πιάνει κουβέντα με τον Λόνζι, τον συμβουλεύει για βιβλία και του μιλάει επισταμένως για τους Δακτύλιους του Κρόνου του συγγραφέα Β. Γκ. Ζέμπαλντ. Κι όμως, αυτός ο παράξενος βιβλιόφιλος είναι κάτι παραπάνω από αυτό που φαίνεται.
Ο Έντουαρντ Εϊβον, αυτό είναι το όνομά του, είναι πολωνός εμιγκρές που ζει στο Σίλβερβιου (ευθεία παραπομπή στο σπίτι του Νίτσε στη Βαϊμάρη), στο «μεγάλο σκοτεινό σπίτι στην άλλη άκρη της πόλης». Σιγά σιγά ξεδιπλώνονται τα κρυφά χαρτιά του ανδρός. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπήκε τυχαία στο βιβλιοπωλείο του Λόνζι. Δεν πήγε ούτε για να του μάθει λογοτεχνία ούτε και να γίνει συνεργάτης του όταν του προτείνει να φτιάξουν μαζί μια «λαϊκή κλασική βιβλιοθήκη» στο υπόγειο του μαγαζιού που θα φέρει το βαρύγδουπο όνομα: «Δημοκρατία της Λογοτεχνίας».
Αυτός ο συνταξιούχος πανεπιστημιακός και «βρετανός μπάσταρδος» (κατά δήλωσή του), με πολωνικές όμως ρίζες, γνώριζε τον πεθαμένο πατέρα του Λόνζι. Υπήρξαν συμμαθητές και φίλοι κι αυτό εξάπτει ακόμη περισσότερο την περιέργειά του νεαρού βιβλιοπώλη. Ο δεσμός των δύο ανδρών ισχυροποιείται. Στη συνέχεια ο Λόνζι γνωρίζει τη γυναίκα του Εϊβον, την Ντέμπορα Γκάρτον, μια επιφανή αραβολόγο, που είναι καρκινοπαθής και μάλιστα στο τελικό στάδιο. Ούτε, όμως, κι αυτή είναι πραγματικά αυτό που φαίνεται. Η «παράλληλη» εργασία της ήταν να αναλύει εις βάθος τα θέματα της Μέσης Ανατολής για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών της Βρετανίας.
Όταν πεθαίνει η Γκάρτον, τότε και μόνο τότε, ο Τζούλιαν θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται το κρυφό πλέγμα των σχέσεών της με τον κόσμο των πρακτόρων. Στο μεταξύ, όμως, ο Εϊβον του έχει αναθέσει μια σημαντική αποστολή με αποτέλεσμα ο Τζούλιαν να μπει γερά στο κόλπο που θα του στοιχίσει τον όχι και τόσο ευπρόσδεκτο συγχρωτισμό του με την «Υπηρεσία» και τον Διευθυντή Εσωτερικής Ασφαλείας, τον 55χρονο Στιούαρτ Πρόκτορ.
Στη λογική του όλοι εμπλέκονται με όλους, η «Υπηρεσία» αρχίζει να ενδιαφέρεται για την αδιάφορη κατά τ’ άλλα παραθαλάσσια πόλη που μένουν οι Λόνζι και Εϊβον, όταν στα χέρια του Πρόκτορ έρθει ένα γράμμα που τον προειδοποιεί για μια επικίνδυνη διαρροή από την μεριά του μέχρι πρότινος υποδειγματικού πράκτορα, «Φλόριαν». Ενα απειροελάχιστο «σπάσιμο» στο σύστημα που μπορεί να εξελιχθεί σε μέγιστη απειλή. Από αυτό το σημείο κι ύστερα αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι των αποκαλύψεων.
Eίναι περιττό να τονίσει κανείς πως η ιστορία κλείνει όταν όλα τα επιμέρους στοιχεία έχουν τοποθετηθεί με σαφήνεια και μαθηματική ακρίβεια από τον Τζον Λε Καρέ. Έτσι που να μην σου μένει κανένα σκοτεινό σημείο. Αυτή η μαεστρική «λύση» των αινιγμάτων ήταν πάντα μέρος της μαγικής του ικανότητας κάτι που εκδιπλώνεται και στο Σίλβερβιου.
Μπορεί να μην περιμένουμε κάποιο άλλο μυθιστόρημα από τον μετρ του κατασκοπευτικού (αν και ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να ανακαλύψουν οι κληρονόμοι του), μπορεί να μας λείπει η φυσική του παρουσία, ωστόσο ο λογοτεχνικός του κόσμος είναι εδώ, ολοζώντανος. Το Σίλβερβιου είναι μια έσχατη νύξη, ένα τελευταίο αγαπητικό άγγιγμα του Λε Καρέ στους αναγνώστες του. Τον ευχαριστούμε που μας σκέφτηκε ακόμη και στα τελευταία του.
Πηγή: Andro.gr