ΣΙΚΕΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΟΥ ΣΙΡΟΚΟΥ

Άνθρωποι του ήλιου και της θάλασσας. Άνθρωποι με αξιοπρέπεια και πατριωτισμό – ένας πατριωτισμός που άλλοτε είναι ευρύχωρος και πολυπολιτισμικός και άλλοτε φοβικός και συντηρητικός. Ο υπ. Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο Κωνσταντίνος Γ. Μουρτοπάλλας, μας μεταφέρει στο πνεύμα των ανθρώπων του ιταλικού Νότου.

Θα μπορούσε να είναι η ενσάρκωση του Sandro Ruotolo ενός σπουδαίου δημοσιογράφου και πολιτικού δημοκρατικών φρονημάτων. Είναι απλά ένας νεαρός δημοσιογράφος σε τοπική εφημερίδα του Παλέρμο, με αστείρευτο ενθουσιασμό και αταλάντευτη πίστη στην αλήθεια της δημοσιογραφίας. Είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής του βιογραφικού ντοκιμαντέρ «Io sono Libero» αφιερωμένου στη συμβολή του Libero Grassi στο Movimento antimafia (Κίνημα κατά της μαφίας), μια πραγματική αντίδραση της società civile.

Ο δημοσιογράφος, μεταξύ άλλων, όπως και ο ένας άλλος συνάδελφός του στην Κατάνια o πολυπράγμων και αγέρωχος Giuseppe Fava («Prima che la note» τιτλοφορείται η προσωπική του μαρτυρία που αναβίωσε μέσα από την παραγωγή του Netflix), αποφασίζουν μέσα από τις εφημερίδες τους να αναδεικνύουν και να ομνύουν την ομορφιά της Σικελίας και των ανθρώπων της, που τότε ήταν δέσμια μιας κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ανωμαλίας και αντιαισθητικής, όπως την είχε επιβάλει η Cosa Nostra και τα παρακλάδια της.

Το εύκολο είναι να αναπαράγεις τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, να ασφαλίζεσαι πίσω από βεβαιότητες ιδίως σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους. Να μιλήσεις για την μικροπαραβατικότητα των Νότιων, να σου εντυπωθεί στο μυαλό η εικόνα της ταινίας «Benvenuti al Sud» ή την οργανωτική τους αποσάθρωση. Με την ίδια ελαφρότητα χαρακτηρίζεται και η προσπάθεια να εξωραΐσουμε ή να εξιδανικεύουμε καταστάσεις, αναδεικνύοντας για παράδειγμα την περιβόητη Dolce far niente που υπάρχει μεν, αλλά δίπλα σε μια φτωχοποίηση και εξαθλίωση δε. Έχοντας αυτά κατά νου μιλώ για τους ανθρώπους της Σικελίας στους οποίους αναζήτησα και αναζητώ την όμορφη πλευρά τους.

Άνθρωποι του ήλιου, της θάλασσας αλλά και του σιρόκου. Εκείνου του ανέμου που έρχεται από την Αφρική κατακλύζοντας την πόλη με σκόνη. Λέγεται μάλιστα ότι τα παλαιά αρχοντόσπιτα στην Σικελία είχαν ένα δωμάτιο για να προφυλάσσουν τους κυρίους τους από την μανία του ανέμου. O Leonardo Sciascia άνθρωπος από τα σπλάχνα της Σικελίας, που πέθανε στο Παλέρμο, χαρακτηρίζει τους Σικελούς «ανθρώπους του σιρόκου». Αποδίδει όμως τον χαρακτηρισμό αυτό θέλοντας να ερμηνεύσει την απαισιοδοξία της Μεσημβρινής Ιταλίας (Mezzogiorno). Πράγματι, η «νοτιότητα» (Meridionalismo) και κυρίως η «σικελικότητα» (sicilitùdine) είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τον ανθρωπότυπο Ιταλού που σχεδόν όλοι έχουμε στο μυαλό μας.

Ακόμα και σήμερα τα πρόσωπά τους παραπέμπουν σε πρόσωπα οικεία αν έχει παρακολουθήσει κανείς ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η grappa και η pizza έλκουν την καταγωγή τους από τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής, κυρίως του εργατικού δυναμικού της χώρας, εκείνων που δούλευαν στα λιμάνια του ιταλικού Νότου.  Με σκαμμένα και σκεβρωμένα πρόσωπα, με μελαμψό από τον ήλιο δέρμα. Αλλά με μια αίσθηση ανωτερότητας (σαν να ζουν διαρκώς ένα ρέκβιεμ του παλαιού μεγαλείου της περιοχής) που την βλέπεις ακόμα και σήμερα. Ή για να ακριβολογούμε, ένα αίσθημα περηφάνιας, αξιοπρέπειας. Αυτή την «Dignitas» για την οποία έγινε λόγος στο αρχικό σημείωμα. Είναι στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας και μέρος της ψυχοσύνθεσής τους. Από την αποκομιδή των σκουπιδιών έως την εκτέλεση μεγάλων συγκοινωνιακών έργων, όπως η γέφυρα της Μεσσήνης. Και φυσικά την ανάγκη αποστιγματοποίησης από την Cosa Nostra. ADVERTISEMENT Ανωτερότητα που δεν ανάγεται σε κάποιο φυλετικό ή καταγωγικό κριτήριο.

Είναι η αυτοσυνειδησία της ιδιαιτερότητάς τους. Αυτής που τους κατέστησε στην αρχή την βάση του ανερχόμενου φασιστικού κόμματος (ας μην λησμονούμε ότι Marcia su Roma και οι μελανοχίτωνες οργανώνονται κυρίως σε πόλεις του Νότου), έπειτα τον αναλώσιμο πληθυσμό για την εκτέλεση των σχεδίων της τυραννικής φασιστικής εξουσίας (ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Σικελίας εστάλη ως ενισχυτική πολεμική δύναμη στον ισπανικό εμφύλιο) και αργότερα τους παρίες του οικονομικού il boom της Ιταλίας. Και αυτή η απόρριψη ή παρέκκλιση κατά τους Πάνω Ιταλούς τους κατέστησε ανθεκτικούς (είχαν βέβαια την προδιάθεση από το φαινόμενα του gattopardismo) σε κοινωνικές μεταβολές. Το συν-ανήκειν και ο κοινοτισμός ακόμα υπαρκτά σε γειτονίες υποβαθμισμένες όπως η Albergheria, όπου η έλλειψη κρατικής ή περιφερειακής μέριμνας έχει οδηγήσει σε δράσεις αυτοοργάνωσης (βλ. Prospettiva Ballarò). Σε αντίθεση με τον ανύπαρκτο πλέον ελληνικό κοινοτισμό όπου η πάλαι ποτέ περηφάνια της κοινότητας («φέραμε νερό στο χωριό») έχει αντικατασταθεί από έναν απόλυτο «κρατισμό» που συμπυκνώνεται στο ερώτημα «που είναι το κράτος;».

Και δίπλα στον κοινοτισμό η έκφραση ενός υγιούς πατριωτισμού. Τον συναντάς σε ονόματα οδών (Via Cavour, Via V. Emanuele), σε μεγαλοπρεπή κτίρια όπως το Teatro Massimo, σε επιγραφές (όπως όλες αυτές που κοσμούν το Δημαρχείο και αναφέρονται στην ιταλική ενοποίηση), σε πολιτιστικούς χώρους όπως το μουσείο του Risorgimento στην Piazza San Domenico. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν οικογένειες που μνημονεύουν τους δικούς τους patriota garibaldino που πολέμησαν κατά των Βουρβόνων. Ας σκεφτεί κανείς ότι από την νορμανδική κατάκτηση στα μέσα του 1200 μέχρι και την επιτυχή έκβαση της μάχης του Παλέρμο και την ενοποίηση του ενός Βασιλείου της Σικελίας (μέσω δημοψηφίσματος) με την madre patriae Ιταλία, οι Σικελοί δεν γνώριζαν την ελευθερία. Βέβαια, στο συλλογικό υποσυνείδητο δεν λησμονούνται οι ελληνικές του ρίζες ή η ύπαρξη μιας ακατάλυτης πνευματικής συγγένειας.

Από το όνομά της Σικελίας «Trinacria» -που παραπέμπει στην ελληνική λέξη τρία άκρα (τρία πόδια όπως αποδίδεται στην σικελική σημαία) και στην ομώνυμη περιοχή της Οδύσσειας- και του Παλέρμο (Πάνορμος), την αντανακλαστική αντίδραση περί «Magna Grecia» στο άκουσμα της Ελλάδος, τα πλείστα όσα ονόματα οδών (Via K. Lascari), τον διάκοσμο της αίθουσας του βουλευτηρίου της Σικελικής Βουλής (που φέρει το όνομα «Ηρακλής») με τους άθλους του Ηρακλή, μέχρι τις σύγχρονες αναφορές στους Έλληνες πολιτικούς εξόριστους που την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών συνδέθηκαν με το Παλέρμο (όπως ο Παναγούλης που εκδίδει την ποιητική συλλογή «Altri Seguiranno» στο Παλέρμο το 1972).

Πατριωτισμός που άλλοτε είναι ευρύχωρος και πολυπολιτισμικός ενσωματώνοντας πληθυσμούς και ανθρώπους (στοιχείο φυσικά της Σικελίας που γνώρισε τους περισσότερους κατακτητές) και άλλοτε φοβικός και συντηρητικός (αν παρατηρήσει κανείς τα ποσοστά των δεξιών κομμάτων και ανατρέξει στο πρόσφατο παρελθόν για να δει ότι μεγάλο μέρος της εκλογικής της δύναμης η Democrazia Cristiana το αντλούσε από τον «φτωχό» Νότο και την εκλεκτική σχέση της με τους ψηφολέκτες της Cosa Nostra ή ακόμα και σήμερα όπου πολλοί εκ των νοσταλγών του «Duce» εντοπίζονται σε περιοχές της Σικελίας). Πολιτικός προσανατολισμός, εξίσου, αντιφατικός που μπορεί άλλοτε να δώσει πολιτικούς άνδρες γενναιόφρονες όπως ο Pio La Torre που δολοφονήθηκε από την Cosa Nostra και άλλοτε πολιτικούς τυχοδιώκτες όπως ο Luca Sammartino (αντιπρόεδρος της Περιφερειακής Κυβέρνησης), που προσφάτως του ασκήθηκε δίωξη για διαφθορά και εξαπάτηση του εκλογικού σώματος (χειραγώγηση εκλογέων με συμμετοχή της Μαφίας).

Άνθρωποι του ήλιου, λοιπόν, με μια έμφυτη ευγένεια και καλοσύνη εφόσον αντιληφθούν ότι αυτό είναι αμφίδρομο. Θυμίζουν το παραδοσιακό τους φαγητό Spaghetti alle vongole. Σκληρό εξωτερικό περίβλημα, ως μηχανισμός άμυνας που τους επιτρέπει να διατηρούν κατά ένα μέρος αμετάβλητη και ανεπηρέαστη την ταυτότητά τους, και ένα πλούσιο εσωτερικό που σηματοδοτεί όταν σου προσφερθεί την συγκατάνευσή τους στην προσπάθεια που καταβάλεις να τους γνωρίσεις και να τους καταλάβεις βαθύτερα. Και στο ανταποδίδουν απεριόριστα.

Ο Mario με τα παιδιά του που με την επιστροφή από το σχολείο μελετούν σε ένα χαμηλό τραπέζι με συντροφιά τον ήλιο και μετά επιδίδονται σε ποδοσφαιρικό παιχνίδι, ο Anto με την compagna του στο Casa Stagnitta που ακολουθούν το πρωινό τελετουργικό του καφέ με την ακρίβεια μετρονόμου, ο Francesco που πηγαία σε προσφωνεί Dottore χωρίς να έχει την τιτλομανία των Ελλήνων ή την τυπολατρία των δυτικών (ο πρώτος εκλογικός νόμος της ενωμένης Ιταλίας αναγνώριζε δικαίωμα ψήφου στους άρρενες απόφοιτους δημοτικού. Η Νότια Ιταλία βυθισμένη στον αναλφαβητισμό αποτέλεσε έτσι ένα δεύτερης τάξεως εκλογικό σώμα) και όλοι εκείνοι που στα μάτια τους καθρεφτίζεται ένας κόσμος που έχουμε χρέος να μην αφήσουμε να χαθεί. Αυτόν την απλότητας, των ανθρώπινων σχέσεων, του μεσογειακού ανθρώπου που αντιπροσωπεύει έναν διαφορετικό τύπου ανθρώπου σε σχέση με τον άνθρωπο της Ανατολής ή το δυτικοευρωπαϊκό αρχέτυπο, της κατάφασης της la bellezza della nostra vita.

Πηγή : andro.gr