Τέλη Δεκεμβρίου του 1969. Στην Μεγάλη Βρετανία λαμβάνει χώρα η πρώτη απαγωγή έναντι λύτρων. Μια απαγωγή όπου όλα πήγαν λάθος από την πρώτη στιγμή, καθώς οι απαγωγείς απήγαγαν λάθος άτομο! Στόχος τους, η 25χρονη τότε σύζυγος του Ρούμπερτ Μέρντοχ, Άννα. Αντ’ αυτής, απήγαγαν τη σύζυγο στενού συνεργάτη του Μέρντοχ, την 55χρονη τότε Μιούρελ ΜακΚέι! Ύστερα, το ένα λάθος έφερε το άλλο, οι απαγωγείς τελικά συνελήφθησαν, ωστόσο κανένα ίχνος της άτυχης γυναίκας δεν βρέθηκε ποτέ. Η οικογένειά της, ακόμη και τώρα ελπίζει πως το νέο ντοκιμαντέρ γα την υπόθεση στο «SKY TV» της Βρετανικής τηλεόρασης μπορεί να ξυπνήσει μνήμες που θα δώσουν απαντήσεις στο μυστήριο της άτυχης Μιούρελ…
Το χρονικό της απαγωγής και το μοιραίο λάθος
Βράδυ της 29ης Δεκεμβρίου του 1969. Ο Άλικ ΜακΚέι, διευθυντής της εφημερίδας «News of the World» που είχε πρόσφατα αγοραστεί από τον Ρούπερτ Μέρντοχ, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του στο Γουίμπλεντον του νοτιοδυτικού Λονδίνου. Στο εσωτερικό του δεν βρίσκεται κανείς. Ο ΜακΚέι αντικρίζει το τηλέφωνο ξηλωμένο από τον τοίχο, το περιεχόμενο της τσάντας της συζύγου του, Μιούρελ, σκορπισμένο στο πάτωμα του χολ και δίπλα της ακριβώς ένα κοπίδι και ένα σχοινί. Τρέχει από δωμάτιο σε δωμάτιο φωνάζοντας απεγνωσμένα το όνομα της γυναίκας του και κραδαίνοντας ταυτόχρονα μια στέκα του μπιλιάρδου ως «όπλο», σε περίπτωση που οι εισβολείς βρίσκονταν ακόμη εκεί. Όμως δεν υπάρχει κανένα σημάδι της Μιούρελ. Λίγα λεπτά αργότερα, ένα τηλεφώνημα σηματοδοτεί την αρχή της πρώτης υπόθεσης υψηλού προφίλ απαγωγής για λύτρα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
O Μέρντοχ με τη γυναίκα του
Το τηλεφώνημα έγινε από έναν άντρα που απαιτούσε 1 εκατομμύριο λίρες – ποσό που σήμερα ισοδυναμεί με 20 εκατομμύρια λίρες– για να επιστρέψει η Μιούρελ στο σπίτι της ζωντανή. Όμως το ακόμη πιο τραγικό της υπόθεσης ήταν πως η Μιούρελ είχε απαχθεί κατά λάθος! Οι απαγωγείς της είχαν προγραμματίσει να απαγάγουν την Άννα Μέρντοχ, την 25χρονη τότε σύζυγο του μεγιστάνα της εφημερίδας Ρούπερτ Μέρντοχ.
Η απαγωγή μιας μεσήλικης νοικοκυράς αντί για την λαμπερή νεαρή σύζυγο του μεγιστάνα των media ήταν ο πρώτος κρίκος μιας αλυσίδας αστοχιών τόσο από πλευράς απαγωγέων- που δεν ήταν και αυτό που θα έλεγε κάποιος «σαΐνια» , όσο και από την πλευρά της αστυνομίας- όπου οι αστυνομικοί μεταμφιέζονταν σε ό,τι πιο περίεργο για να παρακολουθήσουν και να ξεγελάσουν τους απαγωγείς- . Η αστυνομία βέβαια ισχυρίζεται πως μέρος του προβλήματος ήταν η ασυνήθιστη φύση αυτής της υπόθεσης απαγωγής: «Αυτό ήταν ένα έγκλημα που θα μπορούσε κάποιος να δει στην Αμερική, πιθανώς και στην Ιταλία», λέει η σκηνοθέτης του «The Wimbedon Kidnapping», Τζοάνα Μπαρτόλομιου. «Όλοι έλεγαν συνέχεια ότι αυτό δεν είναι βρετανικό έγκλημα».
Οι πρώτοι αξιωματικοί που βρέθηκαν στη σκηνή του εγκλήματος δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν πώς ένα τέτοιο έγκλημα διαπράχθηκε στο Arthur Road, μια λεωφόρο με πολυτελείς κατοικίες μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα από το All England Lawn Tennis and Croquet Club όπου διεξάγονται κάθε χρόνο τα πρωταθλήματα τένις του Γουίμπλετον. Αρχικά θεώρησαν πως η 55χρονη Μιούρελ μπορεί να το είχε σκάσει με κάποιον εραστή σκηνοθετώντας την εξαφάνισή της. Αυτή όμως ήταν μία απολύτως γελοία υπόθεση, καθώς επρόκειτο για μια μεσήλικη γυναίκα με τρία μεγάλα παιδιά που κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία. Σύντομα έγινε αντιληπτό πως επρόκειτο για ένα τρομερό λάθος των απαγωγέων…
Εκείνη και ο σύζυγός της Άλικ είχαν μετακομίσει στο Ηνωμένο Βασίλειο από την Αυστραλία για να συνεχίσει εκείνος την καριέρα του σε εφημερίδες ως το δεξί χέρι του Rupert Murdoch, του νέου ιδιοκτήτη της «The Sun» και της «News of the World». Ο Murdoch κέντρισε για πρώτη φορά την προσοχή των απαγωγέων σε μια τηλεοπτική συνέντευξη με τον Σερ Ντέιβιντ Φροστ. Για να μάθουν πού ζούσε, παρακολούθησαν την πορεία της Rolls-Royce του από το γραφείο του προς το σπίτι. Ωστόσο, εκείνον τον καιρό ο Μέρντοχ βρισκόταν στην Αυστραλία για δουλειές και ήταν ο Άλικ ΜακΚέι που χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια της απουσίας του! Έτσι, κατά λάθος, έστρεψαν την προσοχή τους στην Μιούρελ! Το πρωί της επομένης της απαγωγής έφθασε στο σπίτι μια χειρόγραφη επιστολή της, στην οποία η Μιούρελ έγραφε στον άντρα της « Σε παρακαλώ κάνε κάτι για γυρίσω σπίτι. Τι έχω κάνει για να αξίζω αυτή τη μεταχείριση;».
Το θύμα
Επιστολές, διαπραγματεύσεις, μέντιουμ και αναπάντητα ερωτήματα…
Με το σπίτι τους υπό πολιορκία από δημοσιογράφους και φωτογράφους, ο ΜακΚέι προσπάθησε να κρατήσει την τηλεφωνική γραμμή ελεύθερη για τους απαγωγείς. Περίπου 18 κλήσεις έγιναν τις επόμενες έξι εβδομάδες, από έναν άνδρα που ισχυρίστηκε ότι εκπροσωπεί μια διεθνή ομάδα που ονομάζεται «Mafia 3» – για συντομία M3. Ο άνδρας μίλησε απειλητικά για «εκτέλεση» λέγοντας στον Άλικ ότι το θέμα είχε αρχικά αντιμετωπιστεί από «διανοούμενους» του M3, αλλά σύντομα θα αναλάμβαναν οι εκτελεστές του. Καθώς οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν για την απελευθέρωση της Μιούριελ, δύο ακόμη χειρόγραφες επιστολές έφτασαν στο σπίτι της. Η μία από αυτές έγραφε: «Χειροτερεύω τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Συγγνώμη για τα άσχημα γράμματα. Είμαι με δεμένα μάτια και κρυώνω. Σε παρακαλώ κράτα την αστυνομία μακριά και συνεργάσου με τους απαγωγείς».
Εν τω μεταξύ, δεκάδες δήθεν μέντιουμ και άτομα με… ενόραση, επικοινωνούσαν με την οικογένεια, ισχυριζόμενα ότι η Μιούριελ ήταν ζωντανή και προσέφεραν πληροφορίες για το πού κρατούνταν. Ένας από αυτούς, ο Ολλανδός μέντιουμ Ζεράρ Κρουαζέτ επέμενε ότι το όνομα «Elsa» συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με την απαγωγή της. Αυτό αποδείχθηκε στη συνέχεια ακριβές!
Στις 30 Ιανουαρίου 1970, περισσότερο από ένα μήνα μετά την εξαφάνιση της Μιούρελ, οι απαγωγείς έδωσαν οδηγίες στον γιο του ΜακΚέι, Ίαν, να παραδώσει τα λύτρα με τη Rolls-Royce του Ρούπερτ Μέρντοχ και σε αντάλλαγμα η Μιούρελ θα επέστρεφε σπίτι. Η αστυνομία επέμεινε ότι ένας από τους δικούς τους θα έπρεπε να προσποιηθεί ότι είναι ο ΄Ιαν και να κρατά μια βαλίτσα γεμάτη κυρίως με πλαστά χαρτονομίσματα. Σύμφωνα με τις οδηγίες του M3, ο «΄Ιαν» πήγε σε ένα συγκεκριμένο τηλεφωνικό θάλαμο του Λονδίνου και περίμενε να χτυπήσει το τηλέφωνο. Στο τηλεφώνημα του είπαν να πάει σε έναν άλλο θάλαμο, όπου πήγε και περίμενε πάλι τηλεφώνημα. Τον έστελναν από θάλαμο σε θάλαμο, μέχρι που κατέληξε έξω από το Λονδίνο, και άφησε τη βαλίτσα σε ένα παρτέρι σύμφωνα με τις οδηγίες των απαγωγέων. Παρόλο που η M3 επέμενε ότι ο ΄Ιαν έπρεπε να είναι μόνος, η Rolls-Royce που οδηγούσε ο αστυνομικός «΄Ιαν» ακολουθούνταν εμφανώς από μια συνοδεία «μυστικών» συναδέλφων- τρεις από αυτούς οδηγούσαν μοτοσικλέτα και ήταν ντυμένοι ως Hell’s Angels σε μια προσπάθεια να φαίνονται ως τμήμα της κανονικής ροής της κυκλοφορίας.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι δεν ξεγελάσθηκαν οι απαγωγείς και δεν πήγαν να πάρουν τα χρήματα. Μια νέα παράδοση κανονίστηκε-αυτή τη φορά από τον Άλικ και την κόρη του Νταϊάν -και οι απαγωγείς προειδοποίησαν για τρομερές συνέπειες εάν η αστυνομία ανακατευόταν ξανά. Για άλλη μια φορά, οι υπεύθυνοι ντετέκτιβ αποφάσισαν ότι τα μέλη της οικογένειας δεν θα έπρεπε να κινδυνεύσουν-ένας από αυτούς ήταν να «υποδυθεί» τον Άλικ και ένας άλλος την Νταϊάν. Για τον ρόλο της Νταϊάν επιλέχθηκε ένας αστυνομικός, που ήταν ο μόνος που του έμπαιναν οι μπότες της κοπέλας. Ωστόσο όσο μακιγιάζ κι αν του έκαναν η Νταϊάν και η αδελφή της Τζένι, ούτε γι΄ αστείο δεν έμοιαζε με γυναίκα. Έτσι επιλέχθηκε μια γυναίκα αστυνομικός.
Αυτή τη φορά το σημείο παράδοσης της βαλίτσας βρισκόταν σε ένα γκαράζ στο Bishop’s Stortford, στο Χέρτφορσιρ. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι την στιγμή όπου ένας καλοπροαίρετος περαστικός την εντόπισε, ειδοποίησε την τοπική αστυνομία – που δεν είχε ιδέα για την επιχείρηση- ήρθαν αστυνομικοί και την πήραν! Αν και όλα έμοιαζαν ξανά χαμένα, εν τούτοις κατά την παρακολούθηση και πριν πάρει η τοπική αστυνομία την βαλίτσα, οι μυστικοί αστυνομικοί είχαν παρατηρήσει ένα μπλε σεντάν Volvo να κινείται περίεργα. Ο αριθμός κυκλοφορίας του τους οδήγησε στο χωριό Stocking Pelham και σε ένα υποβαθμισμένο αγρόκτημα που ανήκε στον Αρτούρ Χουσεϊν, γεννημένο στο Τρινιντάντ, ράφτη στο East End με φιλοδοξίες να γίνει γαιοκτήμονας. Είχε μετακομίσει εκεί με τη Γερμανίδα σύζυγό του Έλσα – το όνομα που ανέφερε ο Ολλανδός μέντιουμ, Ζεράρ Κρουαζέτ!
Ωστόσο, υπήρχαν πολλά περισσότερα από υπερφυσικά στοιχεία για να συνδεθεί ο 34χρονος Χουσεϊν και ο μικρότερος αδελφός του Νιζάμ, με το έγκλημα. Στο αγρόκτημα η αστυνομία βρήκε σχοινί όπως εκείνο που είχε μείνει στο σπίτι των ΜακΚέι και ένα σημειωματάριο με σελίδες που έλειπαν και ταίριαζαν με εκείνες στις οποίες η Μιούρελ ΜακΚέι είχε γράψει τις εκκλήσεις της για βοήθεια. Αλλά δεν βρέθηκε κανένα ίχνος της Μιούρελ- παρά την αποστράγγιση των λιμνών του αγροκτήματος και την έρευνα όλων των κτιρίων και της γης του από 120 αξιωματικούς. Μια θεωρία ήταν ότι οι απαγωγείς αφού την σκότωσαν είχαν ταΐσει με το σώμα της τα γουρούνια…
Όταν τα δύο αδέρφια οδηγήθηκαν ενώπιον του Old Bailey (Ποινικό Δικαστήριο) τον Σεπτέμβριο του 1970, ήταν μία από τις πρώτες διώξεις για ανθρωποκτονία από πρόθεση χωρίς να υπάρχει το σώμα του δολοφονηθέντος. Κρίθηκαν ένοχοι και, καταδικάζοντάς τους σε ισόβια, ο δικαστής χαρακτήρισε τα εγκλήματά τους «αποτρόπαια». Κατά την έξοδό του από το δικαστήριο, ο Άλικ ΜακΚέι είπε στους δημοσιογράφους. «Απλώς θέλω να μάθω πού είναι για να βάλω λουλούδια εκεί που βρίσκεται». Δεν το έμαθε ποτέ καθώς έφυγε από τη ζωή το 1983. Σήμερα, μοιάζει πλέον απίθανο να υπάρξει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα καθώς ο Άρθουρ Χουσεϊν πέθανε στο ψυχιατρικό Νοσοκομείο Υψηλής Ασφάλειας Άσγουορθ το 2009 και ο Νιζάμ, ο οποίος έμεινε στη φυλακή 20 χρόνια πριν απελαθεί στο Τρινιντάντ, εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι είναι αθώος. Για κάποιο διάστημα, κέρινα ομοιώματα και των δύο βρίσκονταν στην Αίθουσα Φρίκης στο Μουσείο Madame Tussaud, δίπλα σε διαβόητους δολοφόνους . Σήμερα, το φρικτό έγκλημά τους έχει πλέον χαθεί στη λήθη αλλά η Muriel McKay ζει στις καρδιές των παιδιών της. «Ακόμα ξυπνάω και τη σκέφτομαι. Είναι πάντα εκεί », λέει η κόρη της Τζένι στο ντοκιμαντέρ. «΄Ηταν ένας από τους πιο ευγενικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει… ΄Ηταν απλώς υπέροχη».
Πηγή: protothema.gr