O Μανώλης Κωνιωτάκης στήνει ένα εστιατόριο μίνιμουμ αισθητικής και μάξιμουμ γεύσης από τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Από τον 12ο έως και τα μέσα του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της φεουδαρχικής περιόδου της Ιαπωνίας, υπήρχε ένας πολύ συγκεκριμένος όρος που χρησιμοποιούταν για να περιγράψει τους περιπλανώμενους σαμουράι μετά το θάνατο του αφέντη τους ή στην περίπτωση που έχαναν την εύνοια και τα προνόμια αυτού: Ronin. Σύμφωνα με το Μπουσίντο, τον ηθικό κώδικα των σαμουράι, όταν ένας τέτοιος ‘έχανε’ τον μάστερ του, έπρεπε να προβεί σε μία μορφή τελετουργικής αυτοκτονίας -στο σεπούκου, κάτι σαν το χαρακίρι- και όποιος δεν το εφάρμοζε, αυτομάτως έθετε τον εαυτό του στο ανεπιθύμητο καθεστώς του ‘ρονίν’, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη και μία μορφή κοινωνικής διάκρισης.Σε περίπτωση που αναρωτιέσαι πως οι παραδόσεις από το μακρινό παρελθόν της Ιαπωνίας βρίσκουν την όποια εφαρμογή στην εστιατορική Αθήνα του σήμερα, οι απαντήσεις συναντώνται στον αριθμό 2 της οδού Ξανθίππου και σε μία αν μη τι άλλο fusion γειτονιά.
Ένα ιαπωνικό εστιατόριο με legacy
Εκεί, ο -δημιουργός των “Freud Oriental” και “Talking Breads”-Μανώλης Κωνιωτάκης επέλεξε τον όρο ‘Ronin’ για να βαφτίσει το νέο του project, που σηματοδοτεί την επιστροφή του στα εστιατορικά δρώμενα της πόλης και μετρά μερικές εβδομάδες ζωής στο Κολωνάκι. Στήνει έναν μίνιμαλ και φροντισμένο σε κάθε λεπτομέρεια χώρο -το διαπιστώνεις είτε επιλέξεις τη σε διαρκή κίνηση σάλα, είτε το πιο ήσυχο πατάρι- που αντικατοπτρίζει την ιαπωνική φιλοσοφία, κάτι που ισχύει προφανώς και για την κουζίνα του.
Εκεί, επιστρατεύεται ο σεφ Vitharana Chandana (που κάποιοι ίσως θυμούνται και από το πιο φορμαρισμένο διάστημα του προαναφερθέντος “Freud Oriental”) που μεριμνά για πιάτα άμεσα επισυναπτόμενα στην κλασική πτυχή της γαστρονομικής κουλτούρας της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.Καλή πρώτη ύλη, κοψίματα ακριβείας στα ωμά, δυνατό τηγάνι και γενικότερη αυστηρή προσήλωση στην ιαπωνική κουζίνα είναι οι βασικοί πυλώνες. Η μετάφρασή τους καταφθάνει επί του πιάτου με φινετσάτο aji tataki (με λάιμ, φρέσκο κρεμμυδάκι και ginger ponzu σος), δυνατό ταρτάρ τόνου με πικάντικη miso sauce, πολύ καλή γαρίδα tempura, ολόσωστα ρολάκια όπως τα ομώνυμα με το εστιατόριο, με ψίχα καβουριού ή sake skin με τραγανό δέρμα και σολομό φλαμπέ (inside out και τα δύο) αλλά και πιο ‘μαγειρικές’ προσεγγίσεις όπως το μοσχάρι amiyaki ή το παναρισμένο με katsu sauce (hire katsu) καθώς και black cod με μελιτζάνα agedashi.
Συνοδεύεις με κάποια ετικέτα από την περιεκτική γκάμα κρασιών και ποτών, σηματοδοτείς το φινάλε κάθε γεύματος με παγωτό.
Πηγή : athinorama.gr