PEDRO ALMODOVAR: Ο ΠΟΛΥΧΡΩΜΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΤΗΣ 7ΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Με ειλικρινές, εξομολογητικό ύφος και απροσδόκητη τρυφερότητα, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ επανενώνεται με τους Αντόνιο Μπαντέρας και Πενέλοπε Κρουζ στο συγκινητικό «Πόνος και Δόξα» και ξεκινά ένα συναισθηματικό ταξίδι στο παρελθόν. Οι αναμνήσεις του Ισπανού δημιουργού αποτελούν την πρώτη ύλη του σεναρίου, το οποίο ανατρέχει στο γεμάτο πάθη παρελθόν του σκηνοθέτη, δίνοντάς μας την αφορμή να θυμηθούμε γιατί ερωτευτήκαμε κεραυνοβόλα τις ταινίες του.

Η επιστροφή του ασώτου

Ο Αντόνιο Μπαντέρας πρωταγωνιστεί συνολικά για έβδομη φορά σε ταινία του Αλμοδόβαρ, οι δύο άντρες όμως βρέθηκαν σε ρήξη για δύο δεκαετίες προτού συνεργαστούν ξανά το 2011 στο «Δέρμα που Κατοικώ». Αφού ο ηθοποιός εμφανίστηκε στις πέντε από τις πρώτες οκτώ ταινίες του σκηνοθέτη κι έχοντας αποκτήσει διεθνή φήμη μετά το «Δέσε με» (1989), ο Μπαντέρας αποφάσισε να ταξιδέψει στο Χόλιγουντ για να γίνει παγκόσμιος σταρ. Ο Αλμοδόβαρ εισέπραξε την απόφασή του σαν προδοσία, θεωρώντας πως σε εκείνον όφειλε την καριέρα του, έτσι για χρόνια απέφυγε κάθε επαφή μαζί του. «Το Χόλιγουντ θα σε καταστρέψει, θα σπαταλήσεις το ταλέντο σου εκεί», είχε προειδοποιήσει τότε τον ηθοποιό ο Αλμοδόβαρ, αλλά ευτυχώς έπεσε έξω. Τώρα το «Πόνος και Δόξα» αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τη μεταξύ τους σχέση, καθώς ο Μπαντέρας εμφανίζεται στην ταινία ως alter ego του Αλμοδόβαρ. Ενσαρκώνει έναν σκηνοθέτη στη δύση της δημιουργικής του φάσης, δίχως έμπνευση και με ένα σώμα ταλαιπωρημένο από χρόνιους πόνους, ο οποίος αποφασίζει να κάνει μια απόπειρα συμφιλίωσης με τον αγαπημένο του ηθοποιό και πρωταγωνιστή της ταινίας που τον έκανε διάσημο. Εδώ ο Μπαντέρας δίνει μία από τις πιο αθόρυβες και γλυκές ερμηνείες του, κερδίζοντας βραβείο στις Κάνες και δικαιώνοντας την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Αλμοδόβαρ από την πρώτη στιγμή.

Ζωή σαν σινεμά

Η βιωματικότητα είναι το σήμα κατατεθέν των ταινιών του 70χρονου Ισπανού, με συγκεκριμένα περιστατικά της ζωής του να αποτυπώνονται απευθείας στη μεγάλη οθόνη. Όπως η προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του μέσω του έργου του, η οποία επανέρχεται σε φιλμ όπως οι «Ραγισμένες Αγκαλιές» (2009) και ο «Νόμος του Πόθου» (1987), ή η καταπίεση που βίωσε ως μαθητής θρησκευτικού σχολείου, από την οποία εμπνεύστηκε την «Κακή Εκπαίδευση» (2004). Αλλού οι συνδέσεις είναι έμμεσες, όπως απολαυστικά συμβαίνει στο σουξέ «Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης» (1988). Εκεί οι τηλεφωνικές συσκευές είναι ο αφανής πρωταγωνιστής, καθώς παίζουν κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της δράσης, μια σαφής αναφορά στην υπαλληλική θητεία του Αλμοδόβαρ στον ισπανικό ΟΤΕ.

«Οι ηθοποιοί είναι η ψυχή του σινεμά, όλα προκύπτουν από αυτούς και τίποτα τεχνικό δεν συγκρίνεται μαζί τους». Πέδρο Αλμοδόβαρ

Χαρακτηριστικές είναι δε οι εμφανίσεις του ίδιου στις ταινίες του, όπως το ξεκαρδιστικό cameo στο «Matador» (1986), στο οποίο υποδύεται έναν εκκεντρικό μόδιστρο. Η ταύτιση ζωής και μεγάλης οθόνης είναι που δίνει αφοπλιστική ειλικρίνεια και διαπεραστική δύναμη στις εικόνες των ταινιών του. Έτσι έχει καταφέρει να φτιάξει μια μυθολογία ταυτισμένη με τον ίδιο, στην οποία οι θεατές νιώθουν κοινωνοί των περιστατικών που τον έχουν σημαδέψει. Γι’ αυτό και στο «Πόνος και Δόξα» ο Αλμοδόβαρ μοιάζει να εξομολογείται τις σκέψεις του τόσο στους πιο κοντινούς ανθρώπους όσο και στους πιστούς φαν του.

Η φλογερή μούσα

Σε αντίθεση με τον Μπαντέρας, η Πενέλοπε Κρουζ ήταν ήδη γνωστή προτού συνεργαστεί με τον Αλμοδόβαρ στο ερωτικό θρίλερ «Καυτή Σάρκα» (1997), αν κι εξακολουθούσε να παλεύει για τη διεθνή διάκριση. Το καθοριστικό βήμα για να το πετύχει έγινε με το οσκαρικά βραβευμένο «Όλα για τη Μητέρα μου» (1999), το οποίο της άνοιξε για τα καλά την πόρτα του Χόλιγουντ. Ταυτόχρονα όμως κατοχύρωσε τη θέση της ως υπέρτατης αλμοδοβαρικής ηρωίδας μετά την Κάρμεν Μάουρα. Αφοπλιστικά θελκτική ως παρουσία κι ερμηνευτικά σαγηνευτική, η Κρουζ ταίριαξε γάντι στο γεμάτο αντιφάσεις σινεμά του Αλμοδόβαρ. Την ίδια στιγμή που μοιάζει άκακη και αθώα στον ρόλο μιας καλόγριας («Όλα για τη Μητέρα μου»), μπορεί να διαπράξει φόνο («Γύρνα Πίσω», 2006), να οδηγήσει έναν άντρα στην παραφροσύνη («Ραγισμένες Αγκαλιές», 2009) και να ενσαρκώσει την πιο καλόκαρδη εργατική μητέρα («Πόνος και Δόξα»).

Η Κρουζ αντιλαμβάνεται όσο λίγοι το σινεμά του Αλμοδόβαρ, όχι μόνο εξαιτίας της κοινής λαϊκής καταγωγής τους (μεγάλωσε στο κομμωτήριο της μητέρας της), αλλά επειδή υπήρξε μανιώδης φαν των ταινιών του. Μάλιστα είχε τρυπώσει στα γυρίσματα των «Ψηλών Τακουνιών» (1990), αλλά ντράπηκε να του μιλήσει! «Ο Πέδρο άλλαξε τελείως τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμουν τον κόσμο, ταυτίστηκα με τη ματιά του. Στο τέλος της ζωής μου θα είναι από τους ανθρώπους που θα έχω αγαπήσει περισσότερο», θα δηλώσει αργότερα η Κρουζ – και ποιος τολμά να μην την πιστέψει;

Auteur ή φαρσέρ;

«Όταν μια ταινία έχει ελάχιστα λάθη, θεωρείται ατελής. Όταν είναι γεμάτη ελαττώματα, λέμε ότι έχει στιλ». Με αυτήν την ατάκα ο Αλμοδόβαρ συνοψίζει την camp αισθητική των πρώτων ταινιών του και ταυτόχρονα αναδεικνύει τις λεπτές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο σινεμά του δημιουργού και των υπολοίπων. Εκείνος όμως δεν ήταν ένας απλός στιλίστας, αλλά ένας ανατρεπτικός σκηνοθέτης, ο οποίος κατάφερε να δημιουργήσει τη δική του ξεχωριστή σχολή. Το παράλογο, η βλασφημία, το ειρωνικό χιούμορ που φλερτάρει με το κιτς, έβρισκαν τη θέση τους σε σενάρια γεμάτα πάθος, με κατά κανόνα περιθωριακούς χαρακτήρες στο επίκεντρο.

Το σελιλόιντ έγινε το υλικό με το οποίο η φαντασία του Αλμοδόβαρ κατασκεύασε ένα σινεμά χειροπιαστό και ταυτόχρονα κοφτερό σαν γυαλί. Επέλεξε να σμίξει την ανάλαφρη διάθεση με τις αναφορές στην ποπ κουλτούρα και τη μεταμοντέρνα αφήγηση, θίγοντας θέματα που κανείς δεν τολμούσε να αγγίξει. Ομοφυλοφιλία, ναρκωτικά, ερωτικά τρίγωνα και ανεξέλεγκτα ξεσπάσματα βίας βρίσκουν έναν απροσδόκητα αρμονικό τρόπο συνύπαρξης στο αλμοδοβαρικό σύμπαν, το οποίο εμπλουτίζεται διατηρώντας τη συνοχή του. Το σινεμά του έγινε ο καθρέφτης μιας άλλης Ισπανίας, απεικονίζοντας χαρακτηριστικά συστατικά της εθνικής ταυτότητας, όπως οι ταυρομαχίες, η παραδοσιακή μουσική και το… γκασπάτσο, εντελώς αντισυμβατικά. Έτσι απέκτησαν νέο νόημα, ενώ ανανέωσαν συνολικά την ισπανική συλλογική συνείδηση.

Οι νότες του πόθου

Μέλος art punk μπάντας και γαλουχημένος στην έντονη νυχτερινή ζωή της Μαδρίτης, ο Αλμοδόβαρ ενσωμάτωσε τις αταξινόμητες μουσικές του επιρροές στην κινηματογραφική γλώσσα του, δημιουργώντας ένα ιδιόρρυθμο ηχητικό ψηφιδωτό. Στις ταινίες του ανακατεύονται κομμάτια του ίδιου («Gran Ganga»), μελίρρυτες ισπανικές μπαλάντες των ’50s («Encadenados», Λούτσο Γκάτικα), φλαμένκο («Volver», Εστρέγια Μορέντε), γαλλικά chansons («Ne me quitte pas», Ζακ Μπρελ) και κλασική μουσική, χωρίς η συνύπαρξή τους να ξενίζει. Από ένα σημείο και μετά, ο Αλμοδόβαρ βασίστηκε περισσότερο στη χρήση των σάουντρακ, συνδέοντας το όνομά του κυρίως με δύο συνθέτες.

Αρχικά με τον γνώριμο του από τα χρόνια της Movida Μπερνάρντο Μπονέτσι, ο οποίος υπογράφει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά σκορ της φιλμογραφίας του («Matador», «Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης»), και αργότερα με τον Αλμπέρτο Ιγλέσιας. Ο τελευταίος συνέβαλε σημαντικά στην αισθητική και στο συναισθηματικό βάθος μερικών εκ των καλύτερων ταινιών του Αλμοδόβαρ («Όλα για τη Μητέρα μου», «Μίλα της»). Στο «Πόνος και Δόξα» συνεργάζονται για ενδέκατη φορά, συστήνοντάς μας την 25χρονη σταρ του φλαμένκο Ροζαλία, η οποία ερμηνεύει μοναδικά το κλασικό «A tu vera» που έκανε διάσημο η Λόλα Φλόρες. Ενδιαφέρον έχει, τέλος, ότι τις δύο φορές που ο Αλμοδόβαρ συνεργάστηκε με ξένο συνθέτη, δηλαδή στο «Δέσε με» με τον θρυλικό Ένιο Μορικόνε και με τον Ρουίτσι Σακαμότο στα «Ψηλά Τακούνια», δεν έμεινε πλήρως ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα…

Από το DIY στα Όσκαρ

Ο σκηνοθέτης, που ξεκίνησε να κάνει ταινίες χωρίς ήχο επειδή δεν έφταναν τα χρήματα, αργά αλλά σταθερά βρήκε το δρόμο του προς την καταξίωση. Με κάθε ταινία ο Αλμοδόβαρ ξεπερνούσε αποφασιστικά εμπόδια παραγωγής, ανακάλυπτε νέα κινηματογραφικά εδάφη και αύξανε θεαματικά τα έσοδά του στο box office, κινήσεις που επιβραβεύτηκαν με διακρίσεις από σημαντικά φεστιβάλ και θεσμούς. Η δικαίωση όμως ήρθε πρώτα με το ξενόγλωσσο Όσκαρ για το σπαρακτικό «Όλα για τη Μητέρα μου» και ύστερα με εκείνο του σεναρίου για το συγκινητικό «Μίλα της», δύο φιλμ που συνοψίζουν την ουσία του κινηματογραφικού του σύμπαντος.

Η μοναξιά, η αδυναμία επικοινωνίας, η δύναμη της φιλίας και μια σεξουαλική ταυτότητα που σκλαβώνει και ταυτόχρονα απελευθερώνει τους ήρωες συγκροτούν τον πυρήνα των ταινιών που έκλεισαν τα στόματα ακόμη και των τελευταίων επικριτών του. Ο Αλμοδόβαρ εδραίωσε τη θέση του μεταξύ των σπουδαίων δημιουργών της 7ης τέχνης, έγινε ένας από τους πιο αναγνωρισμένους διεθνώς Ισπανούς σκηνοθέτες και, καθόλου τυχαία, χρίστηκε από πολλούς διάδοχος του αιρετικού Λουίς Μπουνιουέλ. Φανταστείτε πως ακόμη και η θρυλική Λόρεν Μπακόλ ήθελε να παίξει σε ταινία του!

Σαρωτική θηλυκότητα

«Είναι ένα μυστήριο, αλλά μπορεί να νιώσει ό,τι νιώθουμε». Έτσι περιέγραψε η Αντριάνα Ουγκάρτε («Julieta») το πώς ο Αλμοδόβαρ συλλαμβάνει τον γυναικείο ψυχισμό, μια φράση που μοιάζει υπερβολική, δεν απέχει όμως πολύ από την πραγματικότητα. Μέσα από τις ταινίες του κατάφερε οι γυναικείες αναπαραστάσεις να απεμπλακούν από την κυρίαρχη στο σινεμά αντρική στρέιτ ματιά και να αποκτήσουν πρωτόγνωρη πληθωρικότητα. Στο σινεμά του οι γυναίκες δεν μπαίνουν σε καλούπια, εκφράζουν ανοιχτά τις σεξουαλικές τους ορμές και φαντασιώσεις, οι οποίες γίνονται πραγματικότητα, ενώ πάλλονται από νεύρο, εκπροσωπώντας ένα ευρύ φάσμα ψυχολογικών προφίλ. Είναι στοργικές όσο κι εκδικητικές, ικανές να ταπεινώσουν και να αγαπήσουν ανεξέλεγκτα, όπως οι ηρωίδες στα «Ψηλά Τακούνα». Και αντίστροφα όμως, πτυχές της θηλυκότητας φωτίζονται όταν, για παράδειγμα, σατιρίζεται η μάτσο συμπεριφορά ή απεικονίζεται η αμηχανία (ακόμη και η ανικανότητα) των αντρών απέναντι σε γυναίκες γεμάτες αυτοπεποίθηση, πλήρως κυρίαρχες της σεξουαλικής τους επιθυμίας. Οι ηρωίδες του Πέδρο είναι γεννημένες μαχήτριες.

Η πρωτεύουσα της ελευθερίας

Από την άγονη σε εμπειρίες και νέες ιδέες Λα Μάντσα, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ο Αλμοδόβαρ βρήκε τον εαυτό του όταν μετακόμισε στη Μαδρίτη. Η ισπανική μητρόπολη στα τέλη των ’70s βίωνε την αναταραχή της πολιτιστικής επανάστασης που συνόδευσε το τέλος της φρανκικής δικτατορίας κι εκφράστηκε μέσα από το άτυπο underground κίνημα Movida. Ηδονιστική ατμόσφαιρα, έντονα χρώματα, κραυγαλέα ντυσίματα, περιφρόνηση των συμβάσεων και μια συνολική απείθεια σε καθετί βαρετό περιγράφουν τη διάθεση του ρεύματος, που ήρθε σε ρήξη με το παρελθόν και αποθέωσε το εφήμερο παρόν.

Ο ενθουσιασμένος Αλμοδόβαρ άρχισε να βρίσκει τη φωνή του, γράφοντας με ψευδώνυμο σε εφημερίδες, φτιάχνοντας κόμικς, συμμετέχοντας σε θιάσους και γυρίζοντας τις πρώτες του μικρού μήκους σε Super 8, τις οποίες πρόβαλλε σε μπαρ και κλαμπ. Σταδιακά εξελίχτηκε σε ένα από τα πιο προβεβλημένα μέλη της Movida, με αποκορύφωμα την επιτυχία του σινγκλ «Suck it to me», το οποίο κυκλοφόρησε μαζί με τον καλλιτέχνη Φάμπιο ΜακΝαμάρα. Αναπόφευκτα η πρώτη του ταινία «Η Πέπι, η Λούσι, η Μπομ και τα Άλλα Κορίτσια…» (1980), ένα χειροποίητο ντεμπούτο με πλήθος λαθών κι εξωφρενική πλοκή, αποτελεί μια ωδή στο κίνημα που τον σμίλεψε, απολαμβάνοντας και τη συμμετοχή αναγνωρίσιμων μελών του, όπως η πανκ τραγουδίστρια Αλάσκα, και στην πόλη η οποία στη συνέχεια αποτέλεσε το φόντο των περισσότερων ταινιών του.

Σεξουαλικοί λαβύρινθοι

Οι ταινίες του Αλμοδόβαρ εμφανίστηκαν την ιδανική χρονική στιγμή, όταν η πτώση του δικτάτορα Φράνκο έφερε τη χαλάρωση της λογοκρισίας και το ξέσπασμα μιας εκρηκτικής σεξουαλικής απελευθέρωσης. Ο δημιουργός συμφιλίωσε τους Ισπανούς με τα ανομολόγητα φετίχ τους (βλ. ερωτικά τρίγωνα στο «Καυτή Σάρκα»), αποθέωσε τα γυμνά σώματα και βοήθησε σημαντικά στο να βγει μια ολόκληρη χώρα από την ντουλάπα. Η ερωτική επιθυμία κοχλάζει στα σωθικά των αλμοδοβαριανών ηρώων, τους τροφοδοτεί με το καύσιμο που τους οδηγεί στα άκρα.

Το σημαντικότερο όμως ατού τους είναι πως απεικονίζουν τη σεξουαλικότητα και το φύλο ως κάτι ρευστό. Οι χαρακτήρες είναι ανοιχτοί στις μεταβολές των προτιμήσεών τους και παρασύρονται από την αιφνίδια έλξη που μπορεί να νιώσουν προς ένα πρόσωπο. Σε μια ολοκληρωτική ανατροπή της ετεροκανονικότητας, η ερωτική ορμή δεν είναι μόνο στρέιτ ή γκέι, αλλά ό,τι επιτάσσει η στιγμή. Για αυτό ο Αλμοδόβαρ γράφει ολοκληρωμένους, πολυδιάστατους ήρωες, οι οποίοι δεν εμφανίζονται ποτέ ως καρικατούρες. Για παράδειγμα, μπορεί οι τραβεστί να εμφανίζονται συνήθως χιουμοριστικά, αλλά δεν υπολείπονται σε ψυχή από τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Στο «Όλα για τη Μητέρα μου» η τρανς Αγκράδο (Αντόνια Σαν Χουάν) δηλώνει αποστομωτικά πως «είσαι περισσότερο αυθεντική όταν γίνεσαι έτσι όπως ονειρευόσουν τον εαυτό σου». Αναγνωρίζει δηλαδή πως η εικόνα της είναι μια σύμβαση, η ίδια η ομολογία της όμως τη χειραφετεί και την απελευθερώνει.

Μελό σαν δράμα

Ονομα

Για κάποιους επιφανειακό και για άλλους αντίστοιχο της σαπουνόπερας, το μελόδραμα είναι ίσως το πιο παρεξηγημένο είδος στην ιστορία του σινεμά· όχι όμως για τον Αλμοδόβαρ. Σε αντίθεση με τους περισσότερους σκηνοθέτες, οι οποίοι αποφεύγουν να υπηρετούν συγκεκριμένα είδη, ο Ισπανός γοητεύτηκε από τα αχαλίνωτα πάθη, τους ηθικούς προβληματισμούς, τις γερές ανατροπές και τις εκφραστικά έντονες ερμηνείες που συνθέτουν τα μελοδράματα. Ξεκάθαρα επηρεασμένος από τις χολιγουντιανές ταινίες των ’40s-’50s και τον μετρ του είδους Ντάγκλας Σερκ («Αυτή Είναι η Ζωή Μου», «All I Desire»), ο Αλμοδόβαρ τίμησε αυτό το είδος σε όλη του την καριέρα, εμπλουτίζοντάς το θεματικά, είτε μιλάμε για τον σεξουαλικά θυελλώδη «Λαβύρινθο του Πάθους» (1982) είτε για το ρομαντικό «Μυστικό μου Λουλούδι» (1995).

Τα μελοδράματά του τηρούν αλλά και ανατρέπουν τους κανόνες του είδους, καθώς δίπλα στην εκθαμβωτική εικονογραφία κυριαρχεί ένας αισθησιασμός μεταξύ των ηρώων που μαγνητίζει. Οι εξάρσεις εξισορροπούνται από τη σκηνοθεσία, η οποία αλλάζει ύφος όποτε απαιτείται, φλερτάροντας με άλλα στιλ, όπως το νουάρ ή η παρωδία, ενώ εφευρίσκει πρωτότυπες αφηγηματικές διόδους για να απελευθερώσει τους πρωταγωνιστές από το άλγος τους. Απώτερος σκοπός του Αλμοδόβαρ είναι να αποκαλυφθεί το αθώο κίνητρο πίσω από τα λάθη τους. Διότι οι χαρακτήρες του δεν υποκινούνται από το κακό, μόνο παρασύρονται από την αγάπη και βασανίζονται από τις ενοχές, ώσπου εντέλει να βρουν το δρόμο προς τη λύτρωση και τη συγχώρεση.

Ταινία μέσα σε ταινία

Αν πιστεύετε πως ο Ταραντίνο είναι ο μεγαλύτερος οπαδός του σινεμά, ξανασκεφτείτε το. Προτού ο Αμερικανός εκθειάσει τις αγαπημένες του ταινίες στη μεγάλη οθόνη, ο Αλμοδόβαρ είχε αναγάγει τις κινηματογραφικές αναφορές σε αναπόσπαστο κομμάτι της αφηγηματικής τεχνικής του. Ο ίδιος έχει δηλώσει σχετικά πως «όταν χρησιμοποιώ κάτι από μια ταινία δεν αποτίνω φόρο τιμής, αλλά διαπράττω μια ξεκάθαρη κλοπή». Και υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις για να του απαγγείλει κάποιος… κατηγορίες.

Χαρακτηριστική εκείνη του «Matador», στον οποίο το πρωταγωνιστικό ζευγάρι παρακολουθεί τη «Μονομαχία στον Ήλιο» του Κινγκ Βίντορ, όπου δύο παθιασμένοι εραστές δολοφονούν ο ένας τον άλλον, ένα στιγμιότυπο που προοικονομεί τη δική τους μοίρα στην ταινία. Έπειτα υπάρχουν οι αναφορές στο «Όλα για τη Μητέρα μου». Η ταινία είναι αφιερωμένη στις Μπέτι Ντέιβις, Ρόμι Σνάιντερ και Τζίνα Ρόουλαντς, και καθόλου τυχαία το «Όλα για την Εύα» (Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς), με πρωταγωνίστρια την Ντέιβις, προβάλλεται στην ταινία. Η λίστα φυσικά δεν σταματά εδώ, με αυτόν τον τρόπο όμως ο Αλμοδόβαρ ανοίγει έναν ουσιαστικό διάλογο με το ίδιο το σινεμά και δημιουργεί μια φαντασιακή ολότητα, όπου οι ταινίες συνυπάρχουν κι επικοινωνούν μεταξύ τους.

«Κλέβοντας» από τον καλύτερο

Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από τη φιλμογραφία του Αλμοδόβαρ και δεν είναι άλλο από αυτό του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Ο μαέστρος του σασπένς υπήρξε άτυπος δάσκαλος του Ισπανού auteur, ο οποίος μελετούσε εξαντλητικά τις ταινίες του για να μάθει τα μυστικά της 7ης τέχνης. Ας μην ξεχνάμε πως ο Αλμοδόβαρ είναι αυτοδίδακτος, έτσι το σινεμά ενός δημιουργού που βασίζεται απόλυτα στη σκηνοθεσία και σε όσα αποκρύπτει η αφήγηση ήταν το καλύτερο σχολείο. Εκτός από τα cameos, ο Ισπανός δανείστηκε από τις τεχνικές του Χίτσκοκ, μεταξύ άλλων, την ικανότητα να προετοιμάζει αφηγηματικά το έδαφος για απρόβλεπτες ανατροπές («Το Δέρμα που Κατοικώ»), να εντρυφά στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων αποκλειστικά μέσω των εικόνων («Κακή Εκπαίδευση», «Julieta») και να ελίσσεται αρμονικά μεταξύ των κωμικών και των αγχωτικών στιγμών των ταινιών («Γυναίκες στα Πρόθυρα…», «Γύρνα Πίσω»). Χάρη στον Χίτσκοκ, ο Αλμοδόβαρ έμαθε να υποβάλλει στον θεατή τα πιο δυνατά συναισθήματα και να αποκτήσει σταδιακά μια ανεξάρτητη και τόσο ξεχωριστή φωνή.

Όλοι οι άνθρωποι του Πέδρο

Ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει, έτσι είναι πολλοί οι συνεργάτες του δημιουργού που έχουν μείνει σταθερά δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια. Ενδεχομένως απόρροια της ατμόσφαιρας κολεκτίβας που χαρακτήριζε τα μέλη της Movida, ο Αλμοδόβαρ επιλέγει σταθερά στις ταινίες του, μπροστά και πίσω από την κάμερα, πρόσωπα που εμπιστεύεται.

Ξεχωρίζει η εμβληματική μορφή της Κάρμεν Μάουρα, της ηθοποιού που τον έπεισε να ασχοληθεί σοβαρά με το σινεμά και πρωταγωνίστησε σε επτά από τις σημαντικότερες ταινίες του. Όπως επίσης η Ρόζι ντε Πάλμα, της οποίας η αντισυμβατική ομορφιά αποθεώθηκε στα χέρια του Αλμοδόβαρ και μαζί με τις Μαρίσα Παρέδες, Χουλιέτα Σεράνο και Σεσίλια Ροθ ταυτίστηκαν με το σινεμά του. Αναντικατάστατος υπήρξε ο μοντέρ Χοσέ Σαλσέντο, ο οποίος μέχρι το θάνατό του το 2017 «έκοψε» όλες τις ταινίες του Αλμοδόβαρ, ενώ καθοριστικοί για την τελειοποίηση της αισθητικής του σκηνοθέτη υπήρξαν δύο διευθυντές φωτογραφίας. Ο Άνχελ Λουίς Φερνάντεζ ανέδειξε τον αισθησιασμό των εικόνων στις πρώτες ταινίες των ’80s, ενώ ο Χοσέ Λουίς Αλκάινε ευθύνεται για τα έντονα χρώματα που έγιναν το σήμα κατατεθέν του Ισπανού δημιουργού.

Στούντιο «Η Επιθυμία»

Κίνηση-ματ για την εξασφάλιση καλλιτεχνικής ανεξαρτησίας υπήρξε η απόφαση του Αλμοδόβαρ να ανοίξει τη δική του εταιρεία παραγωγής το 1986, με το όνομα El Deseo. Ελεύθερος πια από τις πιέσεις οποιουδήποτε παραγωγού, και με τον αδερφό του Αγουστίν επικεφαλής, ο σκηνοθέτης είχε την ευχέρεια να ακολουθήσει πιο τολμηρά projects και να έχει τον απόλυτο έλεγχο των ταινιών του, κάτι πρωτόγνωρο για τα ισπανικά δεδομένα τότε. Αρχικά με τον «Νόμο του Πόθου» και στη συνέχεια με την τεράστια επιτυχία των «Γυναικών στα Πρόθυρα…», η κίνηση του Αλμοδόβαρ απέφερε καρπούς και δικαίωσε την τόλμη του. Παράλληλα όμως το Deseo απέκτησε τη δυνατότητα να κάνει παραγωγές σε νέους δημιουργούς, προωθώντας ταλαντούχους σκηνοθέτες όπως ο Άλεξ ντε λα Ιγκλέσιας («Το Μπαρ», «Η Τελευταία Ακροβάτις της Μαδρίτης»). Το όνομα «Αλμοδόβαρ» έχει πλέον γίνει θεσμός…

Πηγή: athinorama.gr

9
9