Ρεσιτάλ υποκριτικής από τον Άντονι Χόπκινς σε ένα θαυμάσιο, ευρηματικό κινηματογραφικό ντεμπούτο – υπόδειγμα μεταφοράς από θεατρικό. Έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ (μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας) και δυο πανάξια κερδισμένα βραβεία, Α’ Αντρικού και Διασκευασμένου Σεναρίου.
Ο Άντονι είναι ένας ιδιότροπος γέροντας που ζει μόνος στο διαμέρισμά του και δεν καλοδέχεται τις προτάσεις φροντίδας που επιλέγει η κόρη του, Αν. Εκείνη αδυνατεί να τον περιθάλπει καθημερινά και σκέφτεται σύντομα να μετακομίσει σε διαφορετική χώρα με τον σύντροφό της. Εκείνος έχει εμφανίσει σοβαρά σημάδια άνοιας.
Στα πρώτα λεπτά της ταινίας και υπό την ιδεώδη, μπαρόκ ηχητική συνοδεία του «αρθούριου» Χένρι Πέρσελ, ο σκηνοθέτης Φλόριαν Ζελέρ ακολουθεί την Ολίβια Κόλμαν (Αν) καθώς περπατά προς το διαμέρισμα του «πατέρα» της και κάνει σαφές πως πρόκειται να (παρ)ακολουθήσουμε μαζί της έναν «βασιλιά» σε πτώση. Εκεί ο Άντονι (Χόπκινς) διαφεντεύει το μοναχικό κάστρο της ζωής του με σθένος, ένα προπύργιο τάξης και μνήμης, στολισμένο με λάβαρα από το παρελθόν στο οποίο δίνει καθημερινά τις δικές του μάχες. Μέσα απ’ αυτές νιώθει πως διατηρείται ενεργός και (φευ) νικηφόρος παραμένοντας άκαμπτος σε μία αδιάλειπτη ρουτίνα μικρών (για τους υπόλοιπους σίγουρα αδιάφορων) λεπτομερειών που του παρέχουν ασφάλεια. Το σώμα έχει γεράσει, το πρόβλημα όμως εδώ είναι η προδοσία του νου. Άρα η απώλεια της ταυτότητας καθώς ο εαυτός καθίσταται διάφανος, η ρήξη με τους οικείους καθώς μετατρέπονται σταδιακά σε κάτι ανοίκειο, ο αμείλικτος χρόνος που έχει περάσει από την μητρική αγκαλιά
Ο Άντονι Χόπκινς παραδίδει μία μεγαλειώδη ερμηνεία αναφοράς, που καταλύει το όριο ρόλου και ηθοποιού
Βασισμένος στο ομώνυμο έργο του και με την συνδρομή του μέγιστου Κρίστοφερ Χάμπτον («Επικίνδυνες Σχέσεις») στην διασκευή του σεναρίου (αμφότεροι κέρδισαν το Όσκαρ πριν λίγους μήνες), ο Φλόριαν Ζελέρ μεταφέρει την μεγάλη θεατρική επιτυχία του «Ο Πατέρας» με τρόπο υποδειγματικό στην μεγάλη οθόνη. Το κατόρθωμά του είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, αν σκεφτεί κανείς πως αποδεσμεύεται από την θεατρική νόρμα (ιδιαίτερα απαιτητικό για κάθε έργο που εγκαταλείπει το σανίδι για την οθόνη) όντας ο συγγραφέας του πρωτότυπου έργου και μάλιστα στο ντεμπούτο του στο σινεμά. Ο Ζελέρ εμπνέεται από την εσωστρέφεια και την κλειστοφοβική φύση του «Πατέρα» και βρίσκει τις οπτικές, κινηματογραφικές λύσεις που άρουν την stagey θεατρικότητα. Παραδίδει έτσι ένα κινηματογραφικό θρίλερ «δωματίου» και όχι ένα ασφυκτικό δράμα «σκηνής».
Διόλου τυχαία, έχει δίπλα του ένα θαυμάσιο καλλιτεχνικά και εξαιρετικό τεχνικά επιτελείο. Θα σταθώ ιδιαίτερα σε τέσσερις τομείς. Η σκηνογραφία του Πίτερ Φράνσις (με μαθητεία σε «Τιτανικό» και «Alien 3») φυλακίζει τον Άντονι σε ένα (ή μήπως όχι;) περιβάλλον που μαρτυρά τον χαρακτήρα του, παίζει συμβολικά με τους διαδρόμους, παραλλάσει στοιχεία που θολώνουν την κρίση (τόσο του βασικού ήρωα, όσο και του θεατή) και δίνει «ανάσες» μέσα από κλειστά παράθυρα, κυριολεκτικά ή εικαστικά (ο πίνακας στο σαλόνι που παίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή). Ο βραβευμένος με Σεζάρ Γιώργος Λαμπρινός στο μοντάζ (από τις σημαντικότερες οσκαρικές υποψηφιότητες της ταινίας), συνδέει με τρόπο νευραλγικό τις σκηνές και διαμορφώνει την ροή της ταινίας συνεπικουρώντας το σενάριο: ο ρυθμός και οι επαναλήψεις του δημιουργούν έναν εύστοχο αφηγηματικό κύκλο που εντείνει τόσο το αίσθημα της ανησυχίας, όσο και της συμπόνοιας. Παράλληλα, η μουσική επιμέλεια που περιλαμβάνει Μπιζέ, Μπελίνι, Πέρσελ και συνθέσεις του Λουντοβίκο Εϊνάουντι, εμπλουτίζουν την γνώση μας για τον Άντονι (πρόδηλα δείγματα της σημασίας που έχει η Τέχνη στην ζωή του) και σιγοντάρουν στοργικά τις δραματικές του στιγμές.
Μακριά από τον ακαδημαϊσμό που περιμένεις, ο «Πατέρας» μοιάζει με κινηματογραφικό, πιο προσβάσιμο ταίρι του «Amour
Και ερχόμαστε στις ερμηνείες. Ολίβια Γουίλιαμς, Ρούφους Σιούελ και Μάρκ Γκάτις σε μικρούς ρόλους συμπληρώνουν άψογα, μα δορυφορικά, το καστ, το οποίο έχει ζωτικό πυρήνα τους δυο πρωταγωνιστές. Η Ολίβια Κόλμαν στο ρόλο της Αν, είναι η τρυφερή κόρη που νιώθει παγιδευμένη ανάμεσα στο οικογενειακό καθήκον και στα προσωπικά θέλω. Συγκαταβατική, υπομονετική, παρούσα, η Κόλμαν ερμηνεύει την Αν με χαρακτηριστική απλότητα που δεν έχει καμία μελοδραματική ροπή. Η αλήθεια της είναι διαυγής σε κάθε βλέμμα, και γι’ αυτό διεκδίκησε δικαίως ένα Όσκαρ Β’ Γυναικείου. Βραβείο που κέρδισε στην κατηγορία Α’ Ανδρικού ο συμπρωταγωνιστής της, Άντονι Χόπκινς, και έγινε ο γηραιότερος νικητής της Ακαδημίας. Μπορεί οι φετινές προσδοκίες (και η εξωκινηματογραφική επικαιρότητα) να έδινε προβάδισμα στην δυνατή, φλογερή ερμηνεία του Τσάντγουικ Μπόουζμαν στην «Θρυλική Μα Ρέινι», ο Χόπκινς τελικά χάρισε στα φετινά Όσκαρ την μεγάλη ανατροπή. Και δικαίως.
Οι λέξεις είναι φτωχές για να περιγράψουν την σχεδόν βιωματική ποιότητα που προσδίδει ο Χόπκινς στον χαρακτήρα του Άντονι (τι ειρωνεία!). Με φορτισμένη φυσικότητα, συσσωρευμένη εμπειρία ζωής, άψογη τεχνική επάρκεια, χροιά και ένταση φωνής που διαχειρίζεται μαεστρικά (οι εναλλαγές διαθέσεων στην συναντηση με την Λόρα) κι εκφραστικό εύρος που θα καθυποτάξει τους δακρυικούς σας αδένες (ειδικά στο φινάλε), ο Άντονι Χόπκινς παραδίδει μία μεγαλειώδη ερμηνεία αναφοράς, που καταλύει το όριο ρόλου και ηθοποιού. Ο Χόπκινς υπερθεματίζει τις κινηματογραφικές αρετές του «Πατέρα» και τις μετουσιώνει σε μία άπταιστη, ειλικρινή κατάθεση ψυχής.
Μακριά από τον ακαδημαϊσμό που περιμένεις, ο «Πατέρας» μοιάζει με κινηματογραφικό, πιο προσβάσιμο ταίρι του «Amour», ένας πιο συμπονετικός Χάνεκε. Μία ταινία υψηλής αισθητικής με κορυφαίες ερμηνείες που εγγίζει την γεροντική άνοια και δεν ξεχνά ποτέ να συντρέχει τον άνθρωπο. Γιατί ακόμα κι όταν «τα φύλλα σου πέσουν», η κάμερα του Ζελέρ θα βρει ένα ανοιχτό παράθυρο για να σου χαρίσει ένα καταπράσινο δάσος.