Ο πρίγκιπας του λαϊκού τραγουδιού πέθανε χθες (19 Ιουλίου) σε ηλικία 81 ετών. Ωστόσο, το αυθεντικό στυλ του θα μείνει να μας θυμίζει πως ένα λαϊκό παιδί κατάφερε να γίνει (και να ντύνεται) ένας τρανός αριστοκράτης της πίστας.
Ενας θρύλος δεν πεθαίνει ποτέ ακόμη και αν βγαίνει από το στόμα του η ύστατη ανάσα. Πέθανε -ουσιαστικά- ο Καζαντζίδης; Πέθανε ο Στράτος Διονυσίου. Πώς, λοιπόν, θα πεθάνει ο Τόλης Βοσκόπουλος; Ακόμη κι αν σήμερα (19 Ιουλίου) η είδηση του θανάτου του (σε ηλικία 81 ετών) πάγωσε τους πολυπληθείς θαυμαστές του. Ή, μήπως, να πούμε οπαδούς;
Διότι ο πρίγκιπας Τόλης, όπως τον αποκαλούσαν επί χρόνια, ήταν μια θρησκεία από μόνος του. Eνας ημίθεος του παλκοσένικου. Μια αβρή φιγούρα που ακόμη και πάνω στη σκηνή, εν μέσω λουλουδιών και σπασμένων πιάτων, διατηρούσε την αυτοκυριαρχία και την αποστασιοποίηση ενός τζέντλεμαν που γεννήθηκε τέτοιος κι ας μην έφερε τίτλους ευγενείς από τα γεννοφάσκια του.
Κι όμως, αυτή η επιβεβλημένη σκληρότητα που απέκτησε σε μια περιοχή του Πειραιά που είχε τους δικούς της νόμους, συνδυαζόταν με μια σπάνια, παλαιομοδίτικη και γι’ αυτό ατόφια αβρότητα. Οσο λεπτή ήταν η φωνή του Βοσκόπουλου, άλλο τόσο λεπταίσθητες ήταν και οι χειρονομίες του.
Ευγενές στυλ ανδρός: να δίνει χειροφίλημα στις γυναίκες που κάθονταν στα πρώτα τραπέζια. Ως κλασικό αρσενικό εκείνης της εποχής, θα τραγουδήσει για τις γυναίκες (γενικώς και της ζωής του), θα τους δείξει πόσο σημαντικές ήταν γι’ αυτόν, θα αποδείξει πως δεν τις φοβόταν, δεν έπαιζε μαζί τους τη γάτα με το ποντίκι. Ένας πρίγκιπας δεν μπορεί να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Με κοστούμι ή σαφάρι jacket, αυτή που ήταν σταθερή δίπλα του ήταν η Ζωή Λάσκαρη.
Ποιος άλλος θα μπορούσε να τραγουδήσει το «Ξανθιά αγαπημένη Παναγιά» για χάρη της Ζωής Λάσκαρη που στα 70’s ήταν το μεγάλο του αμόρε; Υπήρξε ένας λαϊκός άνθρωπος που δεν έκρυψε την καταγωγή του ακόμη και όταν έφτασε να έχει δική του καμπάνα στον παλιό Αστέρα. Ενας άντρας που για να χαλαρώσει καθάριζε φασολάκια (!).
Εντέλει, ένα γνήσιο παιδί του Πειραιά που άντεξε την οικονομική καταστροφή, τη σαρωτική επιτυχία τη δεκαετία του ’70, την πλήρη αποδοχή των μεγάλων συνθετών (ακόμη και ο δύσκολος Άκης Πάνου έτρεφε αγάπη για τον Βοσκόπουλο), που υπερηφανευόταν επειδή ο πατέρας του δούλευε ως μανάβης σε πάγκο λαϊκής και που, εντέλει, έγινε γνωστός ως ένας παντελονάτος μετρ του λαϊκού τραγουδιού.
Με την Άντζελα Γκερέκου την ημέρα του γάμου τους.
Ειλικρινές στυλ ανδρός: ναι, ο Βοσκόπουλος μπορούσε να αγοράσει μια Τζάγκουαρ για τα μάτια μιας γυναίκας, να την χαρίσει και την επόμενη στιγμή να της βάλει φωτιά και την κάψει αν εκείνη του γύριζε την πλάτη και δεν δεχόταν το δώρο του. Ηταν ένας παθιασμένος άντρας και δεν το έκρυψε ποτέ. Η ορμητική σχέση του με την Τζούλια Παπαδημητρίου που κατέληξε να γίνει πρώτο θέμα σε όλες τις τηλεοπτικές εκπομπές, άλλο δεν έδειχνε πως ο Τόλης ζούσε και ανέπνεε για τα πάθη του έρωτα.
Τελικά έκανε τέσσερις γάμους. Παντρεύτηκε πρώτα τη Στέλλα Στρατηγού (1960-1965), ύστερα τη Μαρινέλλα (1973-1981), μετά την Τζούλια Παπαδημητρίου, και αργότερα την πρώην ηθοποιό και έκτοτε πολιτικό Άντζελα Γκερέκου. Με την Αντζελα Γκερέκου έχουν μία κόρη, τη Μαρία, που γεννήθηκε το 2001.
Μα μακρύ μαλλί και στενό κοστούμι.
Με εξαίρεση την περίοδο του «Μαριχουάνα Στοπ» όπου υποτάχθηκε στις ανάγκες του χίπικου στυλ ή του κάπως κιτς που υποδείκνυε το glam της εποχής (αν δει κανείς το βίντεο του τραγουδιού «Δεν με νοιάζει» θα διαπιστώσει πως τότε υπήρχαν τα αμάνικα σακάκια χλαμύδες με χρυσά αρχαιοελληνικά σύμβολα συνδυασμένα με τιρκουάζ πουκάμισα δύο μέτρα μεγαλύτερα σε μέγεθος), αν τα βγάλει κανείς όλα αυτά στην άκρη ως αμαρτήματα μιας άλλης εποχής, ο Βοσκόπουλος ήταν η επιτομή του καλοντυμένου άντρα.
Μπορούσε να υποστηρίξει ακόμη και το total white ως Ελλην Χούλιο Ιγκλέσιας.
Γι’ αυτόν η πίστα ήταν ιερός χώρος, μια δεξίωση όπου εκείνος ως οικοδεσπότης δεξιωνόταν τους πάντες: πλούσιους, φτωχούς, ντελικανήδες και κουτσαβάκια. Άρα, όφειλε να τους υποδεχθεί με τον δέοντα σεβασμό. Τα κοστούμια του ήταν ραμμένα στα μέτρα του. Η περλέ απόχρωσή τους σε θάμπωνε. Τίποτα ετοιματζίδικο. Άλλωστε, εκείνα τα χρόνια οι ραφτάδες ήταν στα πάνω τους και από τα χέρια τους έβγαιναν μεταξωτά κοστούμια που φυσούσαν στο αντρικό σώμα.
Το ίδιο προσεγμένες στην εντέλεια ήταν οι γραβάτες, οι ποσέτ, τα πουκάμισα και τα παπούτσια από λουστρίνι (μπορούσες να ξυριστείς κοιτώντας την αντανάκλασή σου πάνω τους). Ακόμη και τα δαχτυλίδια που φορούσε είχαν τη σημασία τους στο σύνολο. Τα πάντα πάνω του αξίωναν σεβασμό. Δεν τον επέβαλαν, τον λάμβαναν με πλησμονή. Οπως αξίζει σε έναν πρίγκιπα.
Φυσικά δεν έλειψαν ποτέ από την γκαρνταρόμπα του πιο σπορ ρούχα -ιδιαιτέρως στα 70’s- όπως τα safari jacket, τα κολλητά μπλουζάκια, τα ριγέ πουκάμισα, τα παντελόνια καμπάνα ή ένας χρυσός σταυρός με αλυσίδα που έφτανε ως τον αφαλό.
Πηγή: Andro.gr