NEW MUSEUM | IN THE CITY OF DREAMS

Η αξία της τέχνης και του πολιτισμού- σε έναν κόσμο που αποκτά συνεχώς ολοένα και πιο μεταϋλιστική οπτική- είναι αδιαμφισβήτητη. Κάθε ταξίδι είναι μια ευκαιρία να γνωρίσεις έναν νέο πολιτισμό, να κοιτάξεις στους ανθρώπους το διαφορετικό, την εναλλακτική οπτική στον κόσμο.

Ταξιδεύοντας στην Νέα Υόρκη δεν θα μπορούσε και δεν θα έπρεπε να προσπεράσει κανείς το NewMuseum of Contemporary Art, ένα μουσείο με μακρά ιστορία, που ξεκινάει το 1977, όταν η Αμερικανίδα ιστορικός και κριτικός τέχνης Marcia Tucker, γεννημένη στο Μπρούκλιν, αποφασίζει να δώσει πνοή και να υλοποιήσει το όραμά της. Ένα όραμα  για ένα Μουσείο το οποίο θα προβάλλει καινοτόμες μορφές τέχνης και εκθέσεις που ξεφεύγουν από συνηθισμένες και συμβατικές καλλιτεχνικές εκφάνσεις. Η πρωτοβουλία αυτή υπήρξε η συνέχεια της προσπάθειας μιας γενιάς γυναικών που είχε την ίδια κατεύθυνση, όπως στην περίπτωση του  Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης (MOMA), το οποίο προηγήθηκε  σαν ιδέα το 1928, και υλοποιήθηκε κατά κύριο λόγο από την Abby Aldrich Rockefeller (σύζυγο του John D. Rockefeller Jr) και δύο φίλες της, την Lillie P. Bliss και την Mary Quinn Sullivan το πρώτο του είδους του στο Μανχάταν που εξέθετε τον Ευρωπαϊκό μοντερνισμό.

Η Marcia Tucker, κατά τη διάρκεια της καριέρας της ως curator στο Whitney Museum of American Art (1967- 19076), κατάλαβε   πόσο δύσκολο είναι για έναν νέο καλλιτέχνη να παρουσιάσει το έργο του μέσα από τις συμβατικές εκθέσεις και να υποστηριχθεί από τη δομή των παραδοσιακών μουσείων. Έτσι η μορφή τέχνης που ήθελε να υποστηρίξει μέσα από το νέο της εγχείρημα, θα ήταν το είδος εκείνο που ήταν πιο περιθωριοποιημένο, που θα αποκλειόταν από τους υπόλοιπους εκθεσιακούς χώρους, έργα τέχνης που θεωρούνται «out of fashion» και «unsaleable», από καλλιτέχνες που εναντιώνονται στην καταναλώσιμη και εύπεπτη τέχνη.

Η πρώτη έκθεση που έλαβε χώρα, οργανώθηκε από την Tucker σε έναν χώρο που ονομάστηκε  C Space, ενώ η έκθεση έφερε τον τίτλο «Memory», και αντανακλούσε τη σύνδεση μεταξύ της ατομικής και της συλλογικής μνήμης και αποτελούσε έναν στοχασμό στην λειτουργία του μουσείου και την δημιουργία πολιτισμικής ιστορίας.

Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η ζωγραφική και η γλυπτική έπαψαν να αποτελούν τις κυρίαρχες μορφές τέχνης που θα φιλοξενούσε το Μουσείο, και άρχισε να δίνεται σταδιακά ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση σε εναλλακτικές μορφές όπως στο φίλμ, στο βίντεο, στη φωτογραφία και σε παραστάσεις που ξεχώριζαν και έκτοτε αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των εκθέσεων που πραγματοποιούνται στους χώρους του.

Την πρώτη Δεκεμβρίου του 2007, το New Museum άνοιξε ξανά στην οδό 235 Bowery. Αυτή η νέα μονάδα, που σχεδιάστηκε από την εταιρία Sejima + Nishizawa / SANAA τουΤόκιο και τη εταιρεία της Νέας Υόρκης, Gensler, επέκτεινε σε μεγάλο βαθμό τους χώρους των εκθέσεων του μουσείου. Τον Μάρτιο του 2008, το νέο κτίριο του μουσείου ονομάστηκε ένα από τα επτά αρχιτεκτονικά θαύματα από το Conde Nast Traveler. Το New Museum, αποτελεί τόσο ένα σπίτι που στεγάζει την σύγχρονη τέχνη, όσο και μια κοιτίδα πολιτισμού που φιλοξενεί και αναδεικνύει νέες ιδέες, ενώ ταυτοχρόνως ξεχωρίζει σαν ένα από τα σπουδαιότερα αρχιτεκτονικά διαμάντια στην πόλη της Νέας Υόρκης.

Ένα Μουσείο που υπηρετεί ουσιαστικά τον ρόλο της κουλτούρας και του πολιτισμού, σε μια ανοιχτή και σύγχρονη κοινωνία που αναδεικνύει και δεν σκεπάζει την διαφορετικότητα.  Καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο φιλοξενούνται στους χώρους του, προωθώντας τον διαπολιτισμικό διάλογο, ενδυναμώνοντας  την κατανόηση, την ενσυναίσθηση και τον σεβασμό της διαφορετικότητας.

Πηγή: mancode.gr