Ξοδεύουμε, σπαταλούμε κάποιες φορές, ατελείωτο χρόνο προσπαθώντας να βρούμε τον τέλειο ερωτικό σύντροφο, αντί να αφιερώσουμε αρκετές δυνάμεις, θετική ενέργεια και ανυπόκριτη δραστηριότητα ώστε να δημιουργήσουμε, να τροφοδοτήσουμε μια ανοιχτή, στα καλέσματα του καιρού, αγάπη. Γιατί δεν μπορεί να μην έχουμε μάθει ότι η ζωή είναι γεμάτη απανωτές δυσκολίες και αφόρητους πόνους και η χαρά της αγάπης είναι το απαραίτητο αναισθητικό, χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε βήμα. Στο «May December», είκοσι χρόνια μετά τη σκανδαλώδη σχέση που ξεκίνησε τον δεσμό μεταξύ της 36χρονης Γκρέισι και του 13χρονου Τζος, το ζευγάρι ζει πλέον μια φαινομενικά ιδανική ζωή στα προάστια. Η Γκρέισι (την οποία υποδύεται η Τζούλιαν Μουρ) και ο Joe (τον οποίο υποδύεται ο Τσαρλς Μέλτον) απολαμβάνουν τον βίο διακαώς επιθυμούσαν και δια πυρός και σιδήρου επέτυχαν μέσα σε μια φαινομενική οικογενειακή αρμονία, η οποία κλονίζεται όταν ο χαρακτήρας της η Ελίζαμπεθ (Νάταλι Πόρτμαν), μια δημοφιλής ηθοποιός, εισβάλει στη ζωή τους με σκοπό να εντρυφήσει στον ρόλο της Γκρέισι.
Η Ελίζαμπεθ διεξάγει ενδελεχή έρευνα κατά τη διάρκεια της προετοιμασία της για τον ρόλο της Μέρι Κέι Λετουρνό. Η δασκάλα του δημοτικού σχολείου Μέρι Κέι Λετουρνό έγινε διαβόητη τον Φεβρουάριο του 1997 όταν δημοσιεύτηκε ότι είχε σεξουαλική σχέση με τον Βίλι Φουαλάου, ένα 13χρονο αγόρι στην τάξη που δίδασκε. Αφού εξέτισε 80 ημέρες (μιας καταδικαστικής απόφασης επτά ετών), η Λετουρνό αφέθηκε ελεύθερη με όρους και συνελήφθη αμέσως με τον νεαρό Φουαλάου ξανά και οδηγήθηκε στη φυλακή για να εκτίσει πια ολόκληρη τη ποινή της. Μετά την αποφυλάκισή της, οι δυο τους παντρεύτηκαν το 2005, έχοντας επίσης αποκτήσει 2 παιδιά.
Η ταινία «May December» εισβάλει σε μια σχέση με σημαντικό ηλικιακό χάσμα, στην οποία ο ένας σύντροφος είναι σημαντικά μεγαλύτερος από τον άλλο. Στον αμερικανικό Νότο, εκεί που τα πράγματα κυλούν κάτω από τους ήχους της βαριάς και επίμονης επανάληψης, η 60χρονη Γκρέισι ασχολείται με την προετοιμασία του μπάρμπεκιου στην πίσω αυλή. Ο σύζυγός της, ο Τζο, πολύ νεότερος, και τα μικρά παιδιά τους γίνονται μάρτυρες των περιστασιακών στιγμών νευρικότητάς της και χαμένου αυτοελέγχου. Η ένταση αυξάνεται καθώς η Γκρέισι αναμένει την άφιξη της Ελίζαμπεθ, της 35χρονης διάσημης ηθοποιού. Η ιδιαίτερη σχέση του ζευγαριού, που στο παρελθόν απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τώρα γίνεται ταινία με πρωταγωνίστρια την Ελίζαμπεθ, προσθέτει πίεση στην κατά τ’ άλλα απλή επικείμενη γνωριμία. «Φαίνεσαι πιο ψηλή στην τηλεόραση αλλά έχουμε σχεδόν το ίδιο ύψος» λέει η Γκέισι στην Ελίζαμπεθ. Και θα συμφωνήσουν οι ηρωίδες συγκαταβατικά για να πάνε παρακάτω «Είμαστε βασικά ίδιες», αλλά αυτό ισχύει μόνο για τον σωματότυπό τους. Και την επιθυμία τους να είναι επιθυμητές. Η Ελίζαμπεθ προσπαθεί να εμβαθύνει στη ζωή της Γκρέισι και του Τζο και σιγά σιγά φέρνει στην επιφάνεια πολύτιμες πληροφορίες γι αυτούς και τον ρόλο που ετοιμάζεται να υποδυθεί αλλά και καλά χωνεμένα μυστικά μέσα στην λιπαρή καθημερινότητα, τη επαναλαμβανόμενη συνήθεια και τη βουβή πια ροή των πραγμάτων. Γιατί όπως έλεγε η Αμερικανίδα ηθοποιός Στέλλα Άντλερ «Δεν επιτρέπεται ο ηθοποιός να είναι βαρετός. Η ζωή είναι βαρετή. Ο καιρός είναι βαρετός. Οι ηθοποιοί πρέπει να μην είναι βαρετοί».
Η ταινία είναι μια οπτικά ενδιαφέρουσα αλλά θεματικά περίπλοκη κι ανολοκλήρωτη εξερεύνηση της διαφοράς των ηλικιών, της κουλτούρας των διασημοτήτων και των θολών γραμμών μεταξύ πραγματικότητας και υποκριτικής. Υπό τη σκηνοθεσία του Τοντ Χέινς («Velvet Goldmine», «I’m not Ther» και «Carol»), η ταινία θέτει τις βάσεις για μια προκλητική εξέταση των κοινωνικών προτύπων, αλλά παραπαίει στην εκτέλεσή της, αφήνοντας μια αφήγηση να ελίσσεται χωρίς σαφή κατεύθυνση και στόχευση. Η κινηματογράφηση του Κρίστοφερ Μπλόβελτ προσθέτει μια νότα «τηλεοπτικού» ρεαλισμού, αποτυπώνοντας την καθημερινότητα των χαρακτήρων με το φακό του να εστιάζει στα τεκταινόμενα δημιουργώντας σχεδόν ηδονοβλεπτική σχέση με τα πράγματα. Η οπτική αισθητική αντικατοπτρίζει τη διχοτομία μεταξύ του λαμπερού κόσμου των διασημοτήτων, που εκπροσωπείται από την Ελίζαμπεθ της Νάταλι Πόρτμαν, και της πιο καθημερινής πραγματικότητας της ύπαρξης της Γκρέισι και του Τζόι. Ωστόσο, η μετάβαση μεταξύ αυτών των αντιθετικών κόσμων στερείται φινέτσας δεν ολοκληρώνεται και δεν προωθεί αποτελεσματικά τα θέματα που πραγματεύεται. Η ερμηνεία της Τζούλιας Μουρ ως Γκρέισι, είναι υψηλού επιπέδου. Η Μουρ προσδίδει μια λεπτή ευπάθεια στον χαρακτήρα της, αποτυπώνοντας την πολυπλοκότητα μιας γυναίκας που διάγει τον βίο της δίπλα σε έναν άνδρα με σημαντική διαφορά ηλικίας από αυτόν. Ο Τσαρλς Μέλτον ως Τζόι προσφέρει μια σταθερή ερμηνεία, αλλά η χημεία και το βάθος του χαρακτήρα του υπολείπονται, αφήνοντας ορισμένα συναισθηματικά σημεία ανεξερεύνητα. Η Ελίζαμπεθ της Νάταλι Πόρτμαν, ενώ αποτελεί καταλύτη για την πλοκή, μοιάζει κάπως αποστασιοποιημένη, χωρίς το βάθος που απαιτείται για να ενσωματωθεί πλήρως στην αφήγηση.
Η καλλιτεχνική διεύθυνση της ταινίας συμπυκνώνει αποτελεσματικά τους αντίθετους τρόπους ζωής. Η χλιδή και η αίγλη που περιβάλλουν την Ελίζαμπεθ έρχονται σε έντονη αντίθεση με τους πιο συγκρατημένους, οικείους χώρους της Γκρέισι και της Τζόι. Ωστόσο, ο σχεδιασμός της παραγωγής δεν αξιοποιεί πλήρως αυτές τις διαφορές για να ενισχύσει τα υποκείμενα θέματα, συμβάλλοντας στην έλλειψη μιας συνεκτικής στόχευσης της ταινίας. Στο τέλος, το «May December» μοιάζει με μια χαμένη ευκαιρία για τον Τοντ Χέινς. Παρά την εμπειρία του σκηνοθέτη στην ανάπτυξη αντίστοιχων σύνθετων θεμάτων, η ταινία αποτυγχάνει να συνθέσει αυτές τις περιπλοκές σε μια συνεκτική, ελκυστική αφήγηση. Ενώ οι τεχνικές πτυχές, όπως η κινηματογράφηση και οι ερμηνείες, έχουν αξία, η έλλειψη μιας εστιασμένης αφήγησης αφαιρεί τη δυνατότητα της ταινίας να είναι πραγματικά σπουδαία. Η αρχική υπόσχεση της αφήγησης να αναλύσει την κοινωνική υποκρισία και τη σύγκρουση μεταξύ πραγματικών και φανταστικών ταυτοτήτων μοιάζει να αμβλύνεται καθώς η ταινία εξελίσσεται. Η διερεύνηση των κοινωνικών προτύπων, της δυναμικής της ηλικίας και του αντίκτυπου της παρουσίας διασημοτήτων σε ένα καθημερινό ζευγάρι μοιάζει άλυτη. Η πλοκή χάνει τη λαβή της σε αυτά τα βασικά στοιχεία, με αποτέλεσμα η ταινία να ελίσσεται, χάνοντας τον επιδιωκόμενο αντίκτυπό της, όμως το συμπέρασμα από κάποιες σκηνές βγαίνει αβίαστα: Η αγάπη είναι ό,τι λαχταρούμε χωρίς να περιμένουμε κάποιο όφελος, χωρίς να καρτερούμε μια ανταμοιβή και τελικά ό,τι μας βουτά στο πέλαγος της χαράς χωρίς βάσιμο λόγο.
Πηγή : andro.gr