Σε ένα ιδιωτικό νησάκι στη Νορβηγία ένας από τους μεγαλύτερους εξερευνητές των ημερών μας έστησε έναν κόσμο από καμπίνες, δραστηριότητες και εμπειρίες που φορτώνουν με ενέργεια την ψυχή και το μυαλό.
Στο χάρτη η Νορβηγία μοιάζει με δαντέλα. Δαντέλα όμορφη και πλούσια. Από τη μια, η φύση της με πρωταγωνιστές τα ασύμμετρα φιόρδ της και από την άλλη το πετρέλαιο και τα κοιτάσματα φυσικού αερίου που αποδίδουν περίπου 17% στο ΑΕΠ μέσω των σχετικών εξαγωγών.
Κι έτσι οι Νορβηγοί, οι άλλοτε «χωριάτες» της Σκανδιναβίας, όπως τους έλεγαν κάποτε, ως αστειάκι μεταξύ άσπονδων γειτόνων, σήμερα είναι εκατομμυριούχοι. Και χειρίζονται τον κοινό τους πλούτο με προτεσταντική σύνεση, που η μόνη στιγμή που την ξεχνούν είναι όταν πίνουν. Παιδιά των Βίκινγκ και της θάλασσας –ο εφοπλιστικός στόλος της Νορβηγίας το 2018 μέτρησε 1.771 πλοία, σύμφωνα με την Ένωση Νορβηγών Εφοπλιστών- έχουν την περιπέτεια στο αίμα τους.
Από τον μυθικό τους Βίκινγκ προπάτορα Χάραλντ και τους απογόνους του, που πιθανώς από λάθος ανακάλυψαν την Ισλανδία, τη Γροιλανδία και την Αμερική, περνάμε στον πιονέρο Ρόαλντ Αμούνδσεν, που πρώτος έφτασε στον Νότιο Πόλο το 1911.
Για να φτάσουμε στον Μπόργκε Ούσλαντ, έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους εξερευνητές, ο οποίος διέσχισε τον Βόρειο και τον Νότιο Πόλο σόλο και χωρίς υποστήριξη, ενώ το 2010 μαζί με τον ιστιοπλόο Θωρλίφ Θωρλέιφσον έκαναν τον περίπλου της Αρκτικής, σε σύντομο σχετικά χρόνο εξαιτίας –φευ!- της κλιματικής αλλαγής.
Αυτός ο αρκτικός άνθρωπος, που ζει κάνοντας διαλέξεις και γράφοντας, το 2010 αγόρασε ένα νησάκι στο νορβηγικό βορρά, το Manshausen, που κάποτε ήταν ένας αλιευτικός σταθμός. Εκεί «έσπειρε» επτά μοντέρνες καλύβες που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Σνόρε Στίνεσεν.
«Το Μάνσχαουζεν ήταν εγκαταλελειμμένο και χρεοκοπημένο, όταν το αγόρασα το 2010. Ερωτεύτηκα τη φύση, τα προστατευμένα νησιά, τις παραλίες, τα ψηλά βουνά, τον ήλιο του μεσονυχτίου και το βόρειο σέλας. Καθώς η ζωή μου ήταν αφιερωμένη στις πολικές εξερευνήσεις και πάντοτε υπήρξα σχετικά δραστήριος. Εδώ λοιπόν μπορώ να κάνω πολλά από αυτά που μου αρέσουν: καγιάκ, καταδύσεις, ορειβασία, ιστιοπλοΐα», λέει ο Ούσλαντ.
Έτσι, το Μάνσχαουζεν δεν είναι ένα ξενοδοχείο, αλλά μάλλον μια εμπειρία, η οποία κεντράρει στο φυσικό τοπίο που μεταμορφώνεται σε αρχιτεκτόνημα. Οι καλύβες βουτάνε στο νερό και σκαρφαλώνουν στα βράχια, προβάλλοντας το γυάλινο ανάστημά τους που συμπληρώνεται με ξύλο.
Είναι πληθωρικές μέσα στη λιτότητά τους, καθώς τα μετρημένα έπιπλα είναι σοφά εναρμονισμένα με το χώρο. «Στην κατασκευή προσπαθήσαμε να αφήσουμε το ελάχιστο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς που επέβαλε το απομονωμένο νησί και οι καιρικές συνθήκες που επέτρεπαν μια μικρή περίοδο εργασιών. Στο εσωτερικό, οι λεπτομέρειες είναι προσεκτικά σχεδιασμένες και δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για το έργο, πάντοτε με προσοχή στη βασική ιδέα.
Οι καμπίνες λοιπόν σχεδιάστηκαν για να δίνουν στους φιλοξενούμενους την αίσθηση της οικειότητας και της άνεσης, ενώ συγχρόνως τονίζουν τη “δραματική” εμπειρία των φυσικών στοιχείων: τη θάλασσα, το φως που αλλάζει, το τοπίο, τον καιρό, τις εποχές» συμπληρώνει ο αρχιτέκτονας Σνόρε Στίνεσεν. Με αυτή τη σκηνογραφία η εμπειρία εμπλουτίζεται και με μια βεντάλια δραστηριοτήτων, όπως καγιάκ, ορειβασία, καταδύσεις, περπάτημα. Συμπέρασμα; Το Manshausen είναι προορισμός που θέλει το χρόνο του. Εκεί πας για να μείνεις. Και να δεις, να ζήσεις, να γεμίσεις: μπαταρίες και ψυχή.
Πηγή: Andro.gr