Το εντυπωσιακό bar restaurant της Κηφισιάς φέρνει μια εντελώς καινούρια αισθητική προσέγγιση στο χώρο της αθηναϊκής εστίασης και αγκαλιάζει με αποψάτη πολυτέλεια τους επισκέπτες, που συρρέουν για να δοκιμάσουν bites και cocktails σε ζωηρή, μπιτάτη ατμόσφαιρα με vibes από τα νεοϋορκέζικα 60s και 70s.
Μπορεί να είμαι επηρεασμένος από πρόσφατο ταξίδι στην Αίγυπτο, αλλά δεν έχει κάτι το φαραωνικό η κατάδυση στο “Koumkan”; Δεν ξέρω, αλλά αυτή η κατηφορική είσοδος με τις αυστηρές γωνίες, που οδηγεί στο σκοτεινό προθάλαμο του bar, με το αποπροσανατολιστικό ημίφως και τις πολλές πόρτες – περάσματα προς τη μεγάλη, περίτεχνα διακοσμημένη κεντρική σάλα, με έκαναν να νιώσω λίγο σαν τον Indiana Jones στο Βασίλειο του Κηφισιώτικου Glam. Μόνο που αντί για πεινασμένες μούμιες και καταραμένους μπαμπουίνους, στην άλλη πλευρά της τελευταίας πόρτας συνάντησα μια όαση αποψάτης αισθητικής που, σαν ανεστραμμένη χρονομηχανή, πήρε ατόφια τα vibes των αμερικανικών 60 – 70s, τα μαλάκωσε με λίγο ναΐφ ρομαντισμό και μπόλικες δόσεις μοντέρνας τέχνης, και τα πέρασε κατευθείαν στο σήμερα.
Δεν υπάρχει κάτι όμοιο μ’ αυτό στην πόλη: στην Αθήνα όπου το τρίπτυχο γυμνό τσιμέντο – παλιό μωσαϊκό – ανοιχτή κουζίνα έχει γίνει πια ευαγγέλιο για τα νέα εστιατόρια, στο “Koumkan” βλέπουμε, επιτέλους, μια καινούρια αισθητική ματιά. Αποψάτη, τολμηρή, λουσάτη κι άκρως ενδιαφέρουσα, την υπογράφουν οι Andreas Kostopoulos και James Mcanally του αρχιτεκτονικού γραφείου Manhattan Projects με έδρα τη Νέα Υόρκη. Σε αυτούς ανέθεσε την αισθητική του χώρου η εταιρεία Green Garlic που σχεδίασε το όλο αφήγημα του “Koumkan”. Και ποιο είναι αυτό το αφήγημα; Ένα homage στην παλιά αρχοντιά του Semiramis, τότε που αποτελούσε άφατο σημείο συνάντησης όλων των Κηφισιωτών, είτε για το καλοκαιρινό μπάνιο τους στην πισίνα, είτε για το απογευματινό τσάι στις βεράντες, είτε, όπως υπενθυμίζει ο τίτλος του νέου του bar restaurant, για το κυριακάτικο χαρτοπαίγνιο με ένα κοκτέιλ στο πλάι και κάτι τσιμπητό τριγύρω.
Βέβαια, ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί darling της γειτονιάς ετούτο το σημείο, πολλώ δε μάλλον σήμερα που έχει επιστρέψει πιο φρεσκαρισμένο από ποτέ, κι αυτό το επιβεβαιώνουμε ετούτο το βράδυ Τετάρτης που επισκεπτόμαστε το χώρο. Δε φαίνεται απ’ την αρχή, μια που φτάνουμε αρκετά νωρίς και το “καρέ” εδώ αρχίζει να συμπληρώνεται μετά τις 9μιση, όμως όσο η νύχτα προχωρά, μπρος απ’ τον αφράτο βελούδινο καναπέ μας παρελαύνουν καλοβαλμένες νεαρές ή πιο ώριμες παρέες, υπουργοί πρώτης γραμμής, βετεράνοι celebrities και γυαλιστεροί influencers, όλοι με τον αέρα του ντόπιου, του συχνού, του θαμώνα. Και την έχει αυτή τη γλύκα το “Koumkan”: σε κάνει, με την casual – chic αύρα του, την κινηματογραφική ατμόσφαιρα, τη μπιτάτη αλλά μετρημένη μουσική, το περιποιητικό προσωπικό, να θέλεις να το βάλεις στα τακτικά σου ραντεβού.
Βοηθά επίσης και το μενού, που εκτελεί η ομάδα του Semiramis, με επικεφαλής τον executive chef Αλέξανδρο Οικονομίδη – ένα μενού εύκολο και easy going, μια και μιξάρει στοιχεία της ιταλοαμερικανικής παράδοσης με το μοντέρνο jap-fusion και τα ευρωπαϊκά classics, προσαρμοσμένα όλα σε μια χαλαρή bar-resto συνθήκη που συγχωρεί πολλά: από τους χαμηλούς για φαγητό καναπέδες ή τις καρέκλες που είναι λίγο στενές αν δεν λικνίζεσαι λιγάκι κάθε τόσο, μέχρι τις όποιες αδυναμίες του σέρβις, που είναι όμως πάντα πρόθυμο να ρωτήσει, να μάθει και να ενημερώσει, με έναν ακομπλεξάριστο αέρα – υπερατού ανεξαρτήτως πλαισίου.
Το tuna crudo, με διακριτικό μαρινάρισμα να αναδεικνύει το αφράτο, αέρινο δάγκωμα στο ψάρι και νιφάδες tempura να προσθέτουν ευπρόσδεκτο τραγανό στοιχείο, ήρθε πρώτο στο τραπέζι μας, ως ένα μάθημα ελάχιστης παρέμβασης σε πολύ καλή πρώτη ύλη, το μοσχαρίσιο ταρτάρ που ακολούθησε, όμως, με το ωραίο δάγκωμα στο κρέας, θα ωφελούνταν από λίγο μάζεμα στις οξύτητες για να εκφραστεί καλύτερα ο πρωταγωνιστής – πολύ καλές οι τηγανητές πατάτες στο πλάι, όπως και να ‘χει. Όσο για το Buttermilk Fried Chicken, δηλαδή μπουκίτσες από φιλεταρισμένο μπούτι κοτόπουλου σε τεμπούρα, αυτό είναι ένα από τα best seller του καταλόγου, κι είναι λογικό έτσι που έρχεται σε ιδανικό finger food μέγεθος, με αβανταδόρικες τσιμπιές χαβιαριού πάνω σε κάθε κομμάτι. Όμως θα είχε περισσότερα να μας πει αν το κοτόπουλο ερχόταν σε μεγαλύτερα κομμάτια, ώστε να φανεί η ζουμερή σάρκα του, χωρίς να την καταπίνει η κρούστα.
Τα πιο λιχούδικα πιάτα του μενού, δηλαδή το Truffled Grilled Cheese Sandwich και τα linguini με τρούφα και χαβιάρι, αποδείχθηκαν πιο νόστιμα στο χαρτί απ’ ότι στο τραπέζι, μια και τα βρήκαμε αμφότερα λειψά στις πληθωρικές γεύσεις που υπόσχονταν οι περιγραφές τους, μας επανέφερε όμως το Koumkan Burger, που ήταν αφράτο, νόστιμο και ζουμερό, με τη λιχούδικη γιαπωνέζικη μαγιονέζα του να δίνει γευστικό βάθος. Από πιο “καθιστά” πιάτα, δοκιμάσαμε το ψάρι ημέρας στο τηγάνι (πελαγίσιο λαβράκι στην περίπτωσή μας) με αγκινάρες, φινόκιο και άγρια χόρτα, και χαρήκαμε τη σωστά διαχειρισμένη, ζουμερή σάρκα του, το Chateaubriand, όμως, που παρά το σωστό ψήσιμο στο νόστιμο κρέας του, είχε τη στεγνή μπουκιά του sous vide, μας προβλημάτισε αρκετά, αφού δεδομένης της μη εστιατορικής συνθήκης, δεν είναι υποχρεωτικό να έχεις ένα κομμάτι κρέας στο μενού αν η κουζίνα δεν μπορεί να το υποστηρίξει σωστά – ιδίως όταν πρόκειται να το τιμολογήσεις στα 56 ευρώ…
Η βιενέζικη Sachertorte με βερίκοκο, επαρκώς σοκολατένια και πλούσια, και το αναποδογυρισμένο, old-school μιλφέιγ με πεκάν και βανίλια Μαδαγασκάρης, πλαισίωσαν το πολύ pop και παιχνιδιάρικο Knickerbocker Glory, ένα sundae με φράουλες, μαρέγκες και παγωτό βανίλια, κλείνοντας τη βραδιά μας με ανάλαφρο ρετρό αέρα.
Πηγή : athinorama.gr