Το πολύ σκληρό για να πεθάνει franchise επιστρέφει με εμφανή σημάδια κόπωσης από τη μια, απαράμιλλα χορογραφημένη δράση, αυτοσαρκαστικό χιούμορ και φιλόδοξες υποσχέσεις για το μέλλον από την άλλη. Θα βρίσκεται, όμως, σε αυτό και ο πλέον δημοφιλής σύγχρονος action hero Τζον Γουίκ; Το “Κεφάλαιο 4” δεν αφήνει πολλά ενδεχόμενα ανοιχτά για το χαρακτήρα που ενσαρκώνει υποδειγματικά ο Κιάνου Ριβς, κυρίως εξαιτίας του πένθιμου ύφους που υιοθετεί, καθώς αφηγείται άλλη μία καταιγιστική ιστορία εκδικήσεων, μαχών σώμα με σώμα και σφαίρα προς σφαίρα.
Οι σισύφειες διαστάσεις που είχαν δοθεί στο χαρακτήρα του Γουίκ στο προηγούμενο τρίκουελ εδώ αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αφού ο δεινός εκτελεστής βρίσκεται απέναντι σε ένα αδιέξοδο. Για να απελευθερωθεί από το σύστημα του υποκόσμου, ήτοι της εγκληματικής οργάνωσης Υψηλή Τράπεζα, θα πρέπει είτε να ξεπαστρέψει έναν πανίσχυρό νονό (Μπιλ Σκάρσγκαρντ) και τη βίαιη “αρμάδα” του είτε να αποδεχθεί το τέλος του. Για να λύσει τα δεσμά του, επομένως, έχει δύο μη επιλογές: το συμβολικό “άλμα” προς κάτι ακατόρθωτο (την κατατρόπωση εκατοντάδων πληρωμένων δολοφόνων) ή τη συμφιλίωση με το αναπόφευκτο (προφανώς, το θάνατο).
Ο σκηνοθέτης Τσαντ Σταέλσκι, εκ των δημιουργών του franchise μαζί με τον φτασμένο πια Ντέιβιντ Λιτς, τονίζει τον υπαρξιακό εγκλωβισμό του Γουίκ, τοποθετώντας τον σε ένα άκρως νιχιλιστικό πλαίσιο. Δεν έχει σκοπό, οι αγαπημένοι του δεν ζουν πια, αλλά πρέπει να παλέψει κι ας μην έχει κάτι πραγματικά να κερδίσει. Παρά τις σκοτεινές συναισθηματικές υφές αυτής της συνθήκης, οι οποίες αντικατοπτρίζονται άψογα στη χρωματική παλέτα του φιλμ που περνά από το κιαροσκούρο στις αποχρώσεις του ηλιοβασιλέματος, το “Κεφάλαιο 4” είναι κατά βάση ανελέητα διασκεδαστικό.
Ναι, στην απόπειρά της να ξεπεράσει τα προηγούμενα κεφάλαια της ματωμένης saga, η ταινία καταλήγει να φλυαρεί τόσο σε επίπεδο διάρκειας όσο και επαναληψιμότητας στις σκηνές δράσης. Όπως επίσης στο πόσο πολύ φορτώνεται το σενάριο από κοελικού επιπέδου “φιλοσοφικά” ευφυολογήματα, που σημαίνουν τίποτα και τα πάντα: “η φιλοδοξία ενός άντρα δεν πρέπει να ξεπερνάει την αξία του”. Εντάξει, Τσαντ…
Ταυτόχρονα, βέβαια, ισχύει πως η υπερβολή βρίσκεται ανέκαθεν στον γενετικό κώδικα του franchise, το οποίο είναι απολαυστικό ακριβώς επειδή αδιαφορεί για τα όρια. Ο Σκάρσγκαρντ παραδίδει μια απενοχοποιημένα camp ερμηνεία ως βλοσυρός Γάλλος(!) κακοποιός, ο θρύλος των περιπετειών Ντόνι Γεν σχεδόν κλέβει την παράσταση, ενώ η ποπ σταρ Ρίνα Σαβαγιάμα αποδεικνύεται ακριβώς η προσθήκη που χρειαζόταν το σύμπαν του “John Wick”. Και κάπως έτσι, ο Ριβς βλέπει το μύθο που βοήθησε να χτιστεί να εμπλουτίζεται χορταστικά, με τον ίδιο να κρεμάει(;) στο εξής το σακάκι του…
Πηγή: athinorama.gr