Ενας από τους πολλούς λόγους της μετεωρικής ανόδου του Γιώργου Λάνθιμου στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα είναι πως ο ίδιος ο 46χρονος σκηνοθέτης δεν βιάζεται καθόλου. Προχωρά με ένα προσεκτικό βήμα τη φορά κι εξελίσσει μεθοδικά την αισθητική και τις θεματικές του, κατασκευάζοντας έτσι ένα συμπαγές σύμπαν ιδεών, ερωτημάτων και απόψεων πάνω στην ανθρώπινη ιλαροτραγωδία.
Κι αν την προηγούμενη φορά, μιας και μιλάμε για τραγωδίες, ήταν ο Ευριπίδης που άνοιξε το δρόμο για την εισβολή της κάμερας στη φαινομενικά ειδυλλιακή καθημερινότητα ενός πετυχημένου καρδιοχειρουργού («Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού»), σειρά παίρνει τώρα ο Σαίξπηρ, ο οποίος μας ξεκλειδώνει την πίσω πόρτα του παλατιού της βασίλισσας Άννας.
Τελευταία της δυναστείας των Στιούαρτ, η Άννα ανέβηκε στο βρετανικό θρόνο το 1702, αλλά η εξαιρετικά φιλάσθενη φύση της και η άσχημη ψυχολογική της κατάσταση (κανένα από τα 17 παιδιά που γέννησε δεν έζησε πάνω από 11 χρόνια) την περιόρισαν σε διακοσμητικό ως προς τις κρατικές υποθέσεις ρόλο, με την πιστή σύμβουλό της Λαίδη Σάρα Τσέρτσιλ να κυβερνά ουσιαστικά την αυτοκρατορία.
Μέσα σ’ όλες τις περίπλοκες ίντριγκες που περικυκλώνουν αυτές τις δυο γυναίκες λοιπόν, προσθέστε και την αποσταθεροποιητική παρουσία της όμορφης και φιλόδοξης Άμπιγκεϊλ, η οποία προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια. Η γοητευτική παρουσία της και μερικές ευνοϊκές συμπτώσεις θα φέρουν γρήγορα τη φτωχή νεαρή κοντά στην καταθλιπτική μονάρχη, ανοίγοντας ένα σιωπηλό, μα θανάσιμα ανταγωνιστικό κύκλο διεκδίκησης της βασιλικής εύνοιας.
Ένα κλειστό περιβάλλον με δικούς του κώδικες, μια πολυεπίπεδη μάχη εξουσίας και μια πορεία (ηλικιακής, ψυχολογικής, σεξουαλικής) ενηλικίωσης με βαρύ τίμημα. Ο λανθιμικός κόσμος, συνδεδεμένος άμεσα με το κατασκευασμένο θέαμα και τις πολλαπλές έννοιες του «ρόλου» (ως προσποίηση), μας καλωσορίζει σε μια ακόμα διασκεδαστικά πικρή παράστασή του, αυτή τη φορά με ντεκόρ και κοστούμια εποχής. Κάποιοι κινηματογραφικοί κώδικες αλλάζουν λοιπόν, αλλά το μαύρο χιούμορ, η διακριτική εισβολή του παράδοξου και η αφηγηματική πρωτοτυπία δημιουργούν αυτό το αλλόκοτο, μα τόσο χαρακτηριστικό κλίμα κωμωδίας και δράματος, ελαφρότητας και ανησυχίας, οικειότητας και σουρεαλισμού που χαρακτηρίζει όλες τις ταινίες του Έλληνα δημιουργού.
Ο τελευταίος, που περιορίζεται εδώ στους ρόλους του παραγωγού και του σκηνοθέτη, πατά επάνω σ’ ένα σπιρτόζικα αιχμηρό σενάριο των Τόνι ΜακΝαμάρα και Ντέμπορα Ντέιβις και παίζει απολαυστικά με τους κανόνες του δράματος εποχής, τονίζοντας με έναν ιδιοφυή σκηνοθετικά τρόπο τη μοναξιά της εξουσίας (η σχέση άδειων χώρων και χαρακτήρων), το γκροτέσκο της εσωτερικής προσποίησης-εξωτερικής μεταμφίεσης (περούκες, φορέματα, μακιγιάζ), την αλλαγή διάθεσης των τρισδιάστατων, γραμμένων «συμπληρωματικά» ηρωίδων του (από τα κυρίαρχα χρώματα έως το διαφορετικό καδράρισμα) και τη σαιξπηρικής κοπής ματαιότητα της εξοντωτικής μάχης του ανθρώπου για κυριαρχία. Η οποία θα αποκαλυφθεί επώδυνα στο αριστουργηματικό φινάλε, όπου καθεμιά από τις μονομάχους, αναγκασμένες να παλέψουν ενάντια σε μια σκοτεινά διαπλεκόμενη, αμοραλιστική και ανδροκρατούμενη πραγματικότητα, θα γίνει ένα με τα ανύποπτα, ανυπεράσπιστα βασιλικά κουνέλια.
Η αποδιάρθρωση της τυπικής ιστορικής βιογραφίας που επιχειρεί εδώ ο Λάνθιμος αφορά σε πολλά επίπεδα και μια σύγκριση με την πρόσφατη «Μαίρη, η Βασίλισσα της Σκοτίας» είναι αποκαλυπτική. Από τα αναχρονιστικά κοστούμια έως τη σύγχρονη γλώσσα και την αντισυμβατική συμπεριφορά του αυλικού μπουλουκιού, για όσα στοιχεία μας υπενθυμίζουν πως βρισκόμαστε στις αρχές του 18ου αιώνα, υπάρχουν άλλα τόσα που κλείνουν το μάτι στην (πιστή) ανα-παράσταση εποχής, ενισχύοντας την αλληγορική διάσταση των τεκταινομένων. Οργανωμένα σαν θέαμα, όλα όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, και δη οι «σημαντικότατες» πολιτικές αποφάσεις, αποκτούν μια φαιδρή, μάταιη διάσταση, ενώ αντίθετα, μέσα από τις αστείες και θεατρινίστικες αντιδράσεις των πρωταγωνιστών του όλου θιάσου αναδεικνύεται μια βαθιά μοναξιά και μια υπαρξιακή πλήξη.
Στοιχεία ενός κόσμου στημένου σαν γιγαντιαία, μακάβρια φάρσα, στον οποίο ρόλους-κλειδί κρατούν τρεις γυναίκες: μια εξωστρεφής αριβίστρια, μια κυνική υπολογίστρια και το άβουλο, ανασφαλές αφεντικό τους. Η ανταγωνιστική σχέση τους, που στην πορεία θα αλλάζει διαρκώς μορφές και πεδία μάχης, θα αλλάξει τελικά και τις ίδιες,συμπληρώνοντας σε προσωπικό και ψυχολογικό επίπεδο τη σύνθετη προβληματική μιας ευφυούς, βιτριολικά σαρκαστικής και οπτικά απολαυστικής ταινίας που βραβεύτηκε με το Αργυρό Λιοντάρι στο φεστιβάλ Βενετίας, τη Χρυσή Σφαίρα α΄ γυναικείου ρόλου (Ολίβια Κόλμαν) και απέσπασε δέκα οσκαρικές υποψηφιότητες.
Πηγή: athinorama.gr