Οραματιστής από τους λίγους. Δανδής, εραστής των γρήγορων αυτοκινήτων, παραβίασε όλους τους κανόνες τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή. Γεννήθηκε πριν από 155 χρόνια (8 Ιουνίου 1867) στο Ουισκόνσιν.
Η αρχιτεκτονική μοιάζει, θέλει, μπορεί να είναι η πιο σοβαρή των τεχνών. Όσο και να μπλέκεται όλο και περισσότερο με προϋπολογισμούς και διοικητικές ανασφάλειες, παραμένει (καλώς εχόντων) ένας από τους πιο περήφανους τρόπους δημιουργίας, μεταξύ ονείρου και ονείρωξης, μια υψιπετής φιλοδοξία που κοντράρεται με την πολιτική. Απόδειξη είναι το φλογερό πνεύμα του Φρανκ Λόιντ Ράιτ, καμωμένο από υψηλά εμπόδια και περιφανείς νίκες. Αυτές ενός αναγεννησιακού καλλιτέχνη.
«Πολύ νωρίς στη ζωή έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στην ειλικρινή αλαζονεία και την προσποιητή ταπεινοφροσύνη. Προτίμησα την αλαζονεία και δεν το μετάνιωσα ποτέ». Δανδής με κάπες και καπέλα, εραστής των γρήγορων αυτοκινήτων, παραβίασε όλους τους κανόνες τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή. Η προσωπικότητά του ενέπνευσε τον Επαναστάτη του Κινγκ Βιντόρ (1950) με τον Γκάρι Κούπερ στο ρόλο ενός ταλαντούχου αρχιτέκτονα, ιδεαλιστή και ανυπότακτου.
Εγγονός του Ουαλού πρωτοπόρου ιεροκήρυκα Richard Lloyd-Jones, ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ καταγόταν από μια οικογένεια ένθερμων Ουνιταριστών, με το παρατσούκλι «Παντοδύναμος Θεός Τζόουνς», λόγω της εξαιρετικής ευσέβειας και της μεγάλης ιδέας που είχαν για τον εαυτό τους. Το σύνθημά τους: «Η αλήθεια ενάντια στον κόσμο». Ακόμη και πριν γεννηθεί, η μητέρα του ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας. Έγκυος, κρέμασε ξυλογραφίες παλιών αγγλικών καθεδρικών ναών στους τοίχους του μελλοντικού δωματίου του μωρού.
Γεννημένος στις 8 Ιουνίου 1867 στο Ουισκόνσιν, ο Φρανκ μεγάλωσε με «ψωμί Γκράχαμ, πόριτζ και θρησκεία». Ώσπου, στα 11 του, να «παροχετευτεί» στη φάρμα του θείου του, «για να μάθει να σωρεύει κόπωση στην κόπωση». Ο παιδίσκος με τις ξανθές μπούκλες είναι ο λατρεμένος της μητέρας. Ο πατέρας William Russel Wright, αρχιμουσικός, λάτρης του Μπαχ, εγκαταλείπει την οικογένεια όταν ο Φρανκ ήταν στα 16 του.
Ο έφηβος δεν έχει τα χρήματα για να σπουδάσει σε μια σοβαρή σχολή Αρχιτεκτονικής. Παίρνει το τρένο για το Σικάγο με 7 δολάρια στην τσέπη και προσλαμβάνεται με τα πολλά από τον πλέον γνωστό αρχιτέκτονα της εποχής, τον Louis Sullivan.
Δεν χάνει το χρόνο του. Ερωτεύεται την Kathryn Tobin, κόρη πλούσιας οικογένειας απ’ το Σικάγο. Κάνουν έξι παιδιά. Εγκαθίστανται στο Oak Park, το πρώτο σπίτι που χτίζει στα περίχωρα της πόλης. «Προκειμένου να έχουμε τα περιττά, τα απαραίτητα θα μπορούσαν κάλλιστα να περιμένουν», γράφει στην αυτοβιογραφία του.
Oκτώ από τα έργα του Ράιτ που έχουν χαρακτηριστεί από την UNESCO ως κτίρια παγκόσμιας κληρονομιάς (Φωτογραφία: franklloydwright.org).
Εντέλει, το 1983, αποφασίζει να δουλέψει για πάρτη του. Τα χρόνια περνάνε, έχει καβατζάρει τα 40. Η εξέλιξη δεν τον ικανοποιεί. Κλείνει την εταιρεία, εγκαταλείπει γυναίκα και παιδιά και την κάνει για την Ευρώπη, παρέα με τον Mamah Borthwick Cheney, φεμινιστή συγγραφέα που τού ‘χε ζητήσει να του φτιάξει ένα σπίτι. Ταξιδεύει σε Βερολίνο και Ιταλία, γίνεται στόχος των σκανδαλοθηρικών εντύπων. Το πατρικό στο Ουισκόνσιν μετατρέπεται σε καταφύγιο.
Οπαδός της Arts & Crafts, επιδιώκει τη ρήξη, θέλει οριζόντιες γραμμές, διώροφες κατασκευές, λίγα στολίδια, ατσάλι σε μπαλκόνια και στέγες. Τα παράθυρα απλώνονται σε κορδέλες και η επίπλωση είναι ενσωματωμένη στα διαχωριστικά. Το στυλ «Prairie School» γεννιέται. Γοητευμένος από την ιαπωνική αρχιτεκτονική, ο Ράιτ επιμένει να προτείνει δομήσεις όπου εσωτερικό και εξωτερικό συναντώνται.
Οι «εξοχικές κατοικίες» του Ράιτ, χαρακτηρισμένες ως «οργανικές», αναπτύσσονται πέριξ ενός κέντρου, σαν τις ρίζες ενός δέντρου. Θα μπορούσες να τις πεις «δαρβινικές». Να παντρεύουν φύση και αρχιτεκτονική. Η γραμματική τους είναι κοινή, αλλά σε διαρκή εξέλιξη.
Ώσπου το 1911 να ξεκινήσουν τα έργα στο Taliesin, το σπίτι του με το γαλλικό όνομα που σημαίνει «λαμπερό μέτωπο», οίκημα που συνοψίζει τα πιστεύω και την επιστημοσύνη του. Αλλά, τρία χρόνια αργότερα, έχουμε τραγωδία: ο οικονόμος Julian Carlston βάζει φωτιά στο σπίτι και μακαλεύει γυναίκα και παιδιά με το τσεκούρι. Η δουλειά θα γίνει η παρηγοριά του. Πέτρα την πέτρα, δοκάρι με δοκάρι, δάκρυ στο δάκρυ, το Taliesin ΙΙ θα ξαναγεννηθεί εμμονικά από τις στάχτες του.
Η ώρα της καταξίωσης έρχεται όταν ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας του αναθέτει την κατασκευή του Imperial Hotel (Φωτογραφία: static.dezeen.com).
Η ώρα της καταξίωσης έρχεται όταν ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας του αναθέτει την κατασκευή του Imperial Hotel. Θα ζήσει στο Τόκιο έξι χρόνια. «Το ευαγγέλιο της εξάλειψης του ασήμαντου επιβλήθηκε στη δουλειά μου», θα πει. Το ξενοδοχείο, εμπνευσμένο από την αρχιτεκτονική των Μάγια, αφού επέζησε του σεισμού του 1923 και της τεράστιας φωτιάς που ξέσπασε, θα κατεδαφιστεί το 1968.
Εντωμεταξύ έχει ενσκύψει η Miriam Noel, μια αρτίστα καλλιεργημένη, παμπλούτου και τεατράλε, η οποία θα αποδειχθεί βίαιη και μορφινομανής. Θα περάσει μαζί της οκτώ ταραγμένα χρόνια, προτού την παντρευτεί το 1923, με την ελπίδα «να την καλμάρει». Αλλά έχει μπει ήδη στη ζωή του η 26χρονη Olgivanna Lazovich Hinzenburg, κόρη ενός αξιωματούχου από το Μαυροβούνιο και οπαδής του Gurdjeef, του χαρισματικού Ρώσου μυστικιστή. Εγκαθίσταται έγκυος στο Taliesin. Νέο σκάνδαλο. Η Miriam θα τους παίρνει στο κατόπι επί τέσσερα χρόνια, απειλώντας να τους σκοτώσει.
Χτυπημένο από κεραυνό το 1925, το Taliesin γίνεται ξανά παρανάλωμα του πυρός. Θα το ξανακτίσει καλύτερα από πριν, ενσωματώνοντας τα θραύσματα βάζων Μινγκ που από τη φωτιά είχαν πάρει το χρώμα του χαλκού. Ωστόσο, ουδείς είναι πλέον διατεθειμένος να προσλάβει έναν «ακόλαστο», μελομανή αρχιτέκτονα όπως εκείνον.
Πατώντας τα 60, ο Ράιτ μοιάζει ξεπερασμένος. Οι προβολείς στρέφονται στους αρχιτέκτονες του «Διεθνούς στυλ»: τον Gropius, τον Le Corbusier, τον Van der Rohe. Ο θιασώτης της «οργανικής αρχιτεκτονικής» δεν κρύβει την περιφρόνησή του για το μοντερνισμό, αλλά υποφέρει από την έλλειψη αναγνώρισης. Η Olgivanna τον παροτρύνει ν’ αρχίσει να γράφει και να δίνει διαλέξεις, όπως και να μετατρέψει το Taliesin σε σχολή. Το 1932 δημοσιεύει την αυτοβιογραφία του, ώστε να εδραιώσει το μύθο του. Παίρνει έτσι το αίμα του πίσω.
Το Fallingwater House (1934-1937) θα αναδειχθεί στο διασημότερο μοντέρνο οικοδόμημα σε τέλεια όσμωση με τη φύση (Φωτογραφία:franklloydwright.org).
Το 1936 είναι ο Herbert Johnson, πρόεδρος της Johnson & Son Company στο Ουισκόνσιν, που του ζητά να φέρει σε πέρας ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, ένα διοικητικό μέγαρο. Θα απαντήσει μ’ ένα «ναό αφιερωμένο στην εργασία», όπου κολόνες ξεπηδούν από το έδαφος για να ανοίξουν σε στεφάνη κάτω από μια γυάλινη οροφή.
Με το τέλος του Πολέμου, η ευμάρεια οδηγεί σε έκρηξη της οικοδομής. Ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ, στα 80 του πλέον, μπαίνει στην πιο παραγωγική περίοδο της ζωής του. Στα 15 χρόνια που θα ακολουθήσουν, ο αρχιτέκτονας και οι μαθητές του θα σχεδιάσουν πάνω από 350 κτίρια από τα 800 που του αποδίδουν.
Μεταξύ αυτών, το περίφημο Guggenheim Museum της Νέας Υόρκης του 1959. Ο Ράιτ θα αγωνιστεί επί 13 χρόνια μέχρι να πάρει σάρκα και οστά αυτό το κτίριο-γλυπτό σε σχήμα σπείρας. Οι κριτικοί μαίνονται εναντίον του, τον αποκαλούν «Frank Lloyd Wrong».
Εκείνος έγραψε: «Το μάτι δεν δυσκολεύεται, αντίθετα οδηγείται απαλά, σαν να στέκεται στην άκρη μιας ακτής παρακολουθώντας ένα κύμα να ξεδιπλώνεται επ’ αόριστον, ο ένας όροφος αναμειγνύεται φυσικά με τον επόμενο αντί για τη συνηθισμένη υπέρθεση στρωμάτων. Το σύνολο χυτεύεται σε σκυρόδεμα, σε μια κατασκευή που μοιάζει περισσότερο με κέλυφος αβγού».
Έξι μήνες πριν από το θάνατό του, μια φωτογραφία απαθανατίζει τον μετρ στην κορφή του μουσείου, στη στέγη του κόσμου. Θα σβήσει στις 9 Απριλίου 1959. Στην κηδεία του, ο παπάς διαβάζει ένα από τα αγαπημένα του κείμενα από τον Έμερσον: «Όποιος θέλει να λέγεται άντρας πρέπει να είναι αντικομφορμιστής. Τίποτα δεν είναι τελικά πιο ιερό από την ακεραιότητα του νου».
Πριν από καμιά 12αριά χρόνια, ο δηκτικός συγγραφέας T.C. Boyle ζει στην Καλιφόρνια, σ’ ένα σπίτι που έχει χτίσει ο Ράιτ. Του εμπνέει ένα αφήγημα (The Women, 2009) που παντρεύει το μπουρλέσκ με το επικό, τον βάζει να ανασκάψει τη ζωή ενός γκουρού, να ξεσκεπάσει έναν μανιακό του σεξ, έναν εγωκεντρικό μονομανή, να φωτίσει παρεμπιπτόντως τον πουριτανισμό μιας υστερικής Αμερικής σε ό,τι έχει να κάνει με κρεβατοκάμαρες.
Μαζί να σκιτσάρει το πορτρέτο μιας εμβληματικής παρουσίας, τυραννικής και ενίοτε θρασύδειλης, τις ομηρικές σχέσεις της με το χρήμα και τις γυναίκες. Θαυμασμός για μια ιδιοφυΐα και αποτροπιασμός για ένα τέρας βέβαιου για τη μεγαλοφυΐα του, ιπποτικού και συνάμα υπεροπτικού. Ενός αρτίστα, πατέρα της αμερικανικής αρχιτεκτονικής, που επιδίωκε τη «θαλπωρή» και μαζί αρνιότανε τους τοίχους για να κρεμάμε πίνακες.
Η Taschen μας έχει χαρίσει 3 μνημειώδεις τόμους με το σύνολο του έργου του Φρανκ Λόιντ Ράιτ, μαζί με σχέδια και projects που δεν έγιναν ποτέ. Προς 600 σελίδες και 150 ευρώ καθείς.