ΦΟΝΙΣΣΑ

Η αριστουργηματική νουβέλα του Παπαδιαμάντη διασκευάζεται σαν ένας καφκικός, έμφυλα και κοινωνικά προσδιορισμένος υπαρξιακός εφιάλτης. Υποβλητική ατμόσφαιρα, συγκροτημένη σκηνοθεσία και μια πληθωρική ερμηνεία από την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.

Διήγημα, νουβέλα ή “κοινωνικόν μυθιστόρημα”, όπως και αυτοπροσδιορίζεται; Ενώ οι φιλολογικές διαφωνίες για την ειδολογική κατάταξη της δημοσιευμένης το 1903 και τυπωμένης σε βιβλίο το 1912 “Φόνισσας” συνεχίζονται, η άποψη ότι αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ελληνικής λογοτεχνίας είναι σχεδόν ομόφωνη. Διεισδυτικό ηθογραφικά και συγκλονιστικό ως ψυχογράφημα, το αφήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη περιγράφει ρεαλιστικά την κοινωνική δυναμική μιας εποχής, εξερευνώντας ταυτόχρονα με τόλμη έναν τραγικό χαρακτήρα, ο οποίος όσο “ψηλώνει ο νους του”, κατακρημνίζεται σε ακόμη βαθύτερα σκοτάδια. Τι έσπρωξε, όμως, τη Φραγκογιαννού πέρα από το χείλος της αβύσσου;

Η Χαδούλα, γνωστή και ως Φραγκογιαννού, είναι μια πολύτεκνη χήρα, η οποία πέρασε μια τυραννισμένη ζωή σε ένα άγονο νησί του 18ου αιώνα – “Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου… όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της”. Στην έβδομη δεκαετία της ζωής της κι ενώ αναλογίζεται το παρελθόν της, πνίγει δύο μικρά κοριτσάκια θέλοντας να τα απαλλάξει από τα μελλοντικά βάσανά τους. Όταν άλλο ένα πέφτει στο πηγάδι, χωρίς εκείνη να έχει την παραμικρή ανάμειξη, οι υποψίες των αστυνομικών και των συγχωριανών της θα πέσουν επάνω της.

Ο νους της Χαδούλας ψηλώνει γιατί η σκέψη της ταξιδεύει πολύ μακρύτερα από το στενά σύνορα (γύρω γύρω θάλασσα) ενός κόσμου αγκυλωμένου σε ανυπέρβλητα πατριαρχικά, αλλά και ταξικά/οικονομικά, στερεότυπα. Εξεγείρεται εναντίον του με τον πιο γενναίο όσο και τραγικό τρόπο, μια “αθώα με βρόμικα χέρια” της οποίας η ύβρις είναι ότι δεν αποδέχεται την κοινωνική της μοίρα της. Η κορυφαία ενδυματολόγος Εύα Νάθενα κάθεται για πρώτη φορά στη σκηνοθετική καρέκλα και περιορίζει τις ηθογραφικές διαστάσεις της δραματικής διαδρομής της, μετατρέποντάς τη σε έναν αναπόδραστο υπαρξιακό εφιάλτη. Το σενάριο της Κατερίνας Μπέη (“Ευτυχία”, “Η Καρδιά του Κτήνους”, “Θηλυκή Εταιρεία”) ακολουθεί την αυθεντικότητα των παπαδιαμαντικών διαλόγων, αλλά αλλάζει τη σειρά των φόνων και τροποποιεί ελαφρώς το φινάλε, προκρίνοντας μια περισσότερο ψυχολογική –έναντι μιας μεταφυσικής/τραγικής– ερμηνεία της κατάβασης της Χαδούλας στην καρδιά του σκοταδιού.

Έτσι, η ηρωίδα της πληθωρικής Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη μεταμορφώνεται σε μια Φραγκογιαννού από ταινία τρόμου. Την αίσθηση ενισχύει το εύρημα του “φαντάσματος” της μητέρας της, η αγγελοπουλική εικονογραφία, τα ασφυκτικά εσωτερικά πλάνα (με τις πόρτες να “καδράρουν” κλειστοφοβικά τις πρωταγωνίστριες) και ένα υπερβολικό κατά στιγμές στιλιζάρισμα χαρακτήρων, τοπίων και συμπεριφορών, το οποίο υπερβαίνει το νατουραλισμό και σπρώχνει τη “Φόνισσα” στα όρια του θρίλερ. Στοιχεία τα οποία εντυπωσίασαν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου η ταινία απέσπασε έξι συνολικά βραβεία, ανάμεσά τους αυτά του κοινού και των διεθνών κριτικών.

Ελλάδα. 2023. Διάρκεια: 97΄. Διανομή: TANWEER

Πηγή : athinorama.gr