Σχέδιο ζωής με το οποίο ασχολήθηκε για σχεδόν μία δεκαετία, η κινηματογραφική βιογραφία του Όσκαρ Ουάιλντ φέρνει τον Βρετανό γνωστό ηθοποιό Ρούπερτ Έβερετ («Another Country», «Χορεύοντας με Έναν Ξένο», «Ο Γάμος του Καλύτερού μου Φίλου») για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα τόσο ως σκηνοθέτη όσο και ως σεναριογράφο.
Μέγας θαυμαστής του Ιρλανδού λογοτέχνη, ο Έβερετ επιλέγει να εστιάσει στην τελευταία περίοδο της ζωής του, όταν ο πάλαι ποτέ διάσημος διανοούμενος είχε μόλις αποφυλακιστεί και καταφύγει στο Παρίσι, όπου ζούσε περιφρονημένος και πάμφτωχος με το ψευδώνυμο «Σεμπάστιαν Μέλμοθ». Εκεί, σε ένα φτηνό ξενοδοχείο της γαλλικής πρωτεύουσας, θα ζήσει τις τελευταίες ημέρες του άρρωστος από μηνιγγίτιδα, αναπολώντας ένα παρελθόν γεμάτο έρωτες, καλλιτεχνικές επιτυχίες, ξέφρενες σπατάλες, δημόσιες ταπεινώσεις και προσωπικές απογοητεύσεις.
Ο Έβερετ αντιπαραβάλλει διαρκώς –από τον τίτλο της ταινίας μέχρι τη διήγηση του ίδιου του ήρωα– τη ζωή του Ουάιλντ με το γνωστό παραμύθι του «Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας». Πρόκειται για την ιστορία ενός αγάλματος κι ενός χελιδονιού, μιας δυστυχισμένης καθημερινότητας και μιας ανιδιοτελούς αλλά μάταιης θυσίας για χάρη της καλοσύνης. Χαρούμενος άρχοντας σε έναν κατηφή κόσμο (αυτόν της βικτοριανής εποχής), ο Ουάιλντ ήταν για τον Έβερετ ένα ελεύθερο πνεύμα που ασφυκτιούσε σε ένα κομφορμιστικό περιβάλλον κι ένας απελευθερωμένος άνθρωπος, που δεν φοβήθηκε να ενδώσει σε όλους τους πειρασμούς και να πληρώσει το πανάκριβο τίμημα.
Έτσι, χωρίς να τον αγιοποιεί ως χαρακτήρα, τον ακολουθεί στην άνιση πάλη με τους δαίμονές του, προσωποποιώντας τους στον εραστή του Μπόσι Ντάγκλας (ένας μεγάλος έρωτας που τον πρόδωσε) και τη σύζυγό του Κόνστανς (μια αξιοπρεπής γυναίκα, στην οποία δεν συμπεριφέρθηκε όπως της άξιζε). Όλα αυτά μέσα από μια πειστική αναπαράσταση εποχής και μια αφήγηση η οποία ταξιδεύει από ένα μίζερο, καταθλιπτικό παρόν σε ένα παρελθόν που μοιάζει ονειρικό και άλλο τόσο απλώς περιγραφικό. Το πραγματικό δράμα απουσιάζει απ’ όλο αυτό το πηγαινέλα και η σύγκρουση του Ουάιλντ με τα βικτοριανά ήθη περιορίζεται στα λόγια και σε ανεκδοτολογικά συμβάντα (οι νεαροί που τον κυνηγούν), εγκλωβίζοντας την τρυφερή κι ευαίσθητη σινε-βιογραφία σε προβλέψιμα δραματουργικά και ψυχολογικά στερεότυπα.
Ο Έβερετ συμπονά ειλικρινά τον ήρωά του, αλλά δυσκολεύεται να του μεταδώσει το πάθος του, αν κι έχει συλλάβει (περισσότερο ως σκηνοθέτης και λιγότερο ως ερμηνευτής) τον βαθύ αυτοσαρκασμό που κρυβόταν πίσω από κάθε δηλητηριώδη ατάκα και πόζα αυτής της μεγαλοφυΐας. Έτσι, διακριτικές πινελιές χιούμορ δίνουν ζωογόνες ανάσες σε ένα βαρύ, στα όρια του στόμφου κινηματογραφικό υλικό, το οποίο συλλαμβάνει ένα μικρό αλλά πολύτιμο κομμάτι από τη μελαγχολία μιας εποχής και του πλέον εμβληματικού, προκλητικού και αντιφατικού εκπροσώπου της.
Πηγή: athinorama.gr