Στις 31 Οκτωβρίου 1920, γεννήθηκε ο ημίθεος του σέξι ασπρόμαυρου στην κάμερα. Ηταν ο καλλιτέχνης που έσπασε τον κώδικα των φωτογραφιών μόδας και που ανέβασε την έννοια του γυμνού σε ύψιστο συμβολισμό.
Κάθε φωτογραφία του Χέλμουτ Νιούτον είναι ένα γυμνό. Αλλά ένα γυμνό πέρα από τη γύμνια, ένα γυμνό που ανεβαίνει τη σκάλα. Κι αυτό ανεξάρτητα από το θέμα του: μόδα, πορτρέτο, σεξ, χιούμορ. Προϊόν μιας σκηνοθεσίας που καταλήγει πάντα στην απογύμνωση. Η μέθοδός του είναι η πρόκληση και η διέγερση. Η σειρά των ασπρόμαυρων φωτογραφιών του Big Nudes έγινε μεταξύ 1980 και 1993 και του χάρισε τον τίτλο του επινοητή του «porno-chic». Οι εκτυπώσεις που παρουσιάστηκαν στο Grand Palais το 2012 είχαν ύψος 2,08 μ. και είχαν κρεμαστεί με τέτοιον τρόπο που τα μάτια του θεατή να ατενίζουν το εφηβαίο τούτων των Εστιάδων πάνω σε γόβες στιλέτο.
Η έκθεση άνοιγε με την εικόνα μιας γυναίκας με μαύρο σουτιέν, στα τέσσερα πάνω σ’ ένα κρεβάτι σελωμένη με Hermès. Όταν είχε πρωτοδημοσιευτεί στη Vogue, εκεί στο 24 του Faubourg Saint-Honoré πήγαν να πάθουν συγκοπή. «Πρόκειται για το πιο πολυτελές sex-shop του κόσμου» σχολίασε ο Νιούτον. Έγραψε πως την πρώτη του στύση τη γνώρισε στην ηλικία των τεσσάρων ετών όταν μια Βερολινέζα με μαύρη τουαλέτα τον άρπαξε και τον κάθισε στους ώμους της.
Στην πορεία, λαμβάνει χώρα η άλλη νευτώνεια επανάσταση: το σπάσιμο των οπτικών κωδίκων ενός μηχανισμού που λέγεται «φωτογραφία μόδας». Ο Χέλμουτ επιβάλλει την εικόνα μιας γυναίκας βίαιης ομορφιάς, όλο αυτοπεποίθηση, κυρίαρχης, δεσπόζουσας. Ο ερωτισμός της είναι ο μοχλός για την εμπειρία της ελευθερίας. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο αποκαλυπτικό από τη γύμνια, ιδίως την ντυμένη γύμνια» βεβαιώνει. Έως τότε, η μόδα πούλαγε όνειρο, με τον Νιούτον βάλθηκε να πουλάει φαντασιώσεις. Κάθε φωτογραφία του αφηγείται μια ιστορία.
Το Smoking του 1975 για τη Vogue είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Το shooting σκοπό είχε να προβάλει το πρώτο γυναικείο σμόκιν, το περίφημο «Infamus Tuxedo» του YSL, το οποίο είχε σχεδιάσει το 1966 για τη συλλογή του «Pop Art». Ο Νιούτον αποτυπώνει σε ασπρόμαυρο μια νεαρή γυναίκα, τσιγάρο στο χέρι, ένα βράδυ στην οδό Aubriot. Ακούγεται σήμερα μπανάλ, αλλά δεν είναι. Έχουμε κυριολεκτικά να κάνουμε εδώ με μια ρήξη. Ώς τότε, το σμόκιν προοριζόταν αποκλειστικά για άντρες, παρέπεμπε στην εικόνα του δανδή ή του χολιγουντιανού σταρ. Και μην ξεχνάμε ότι στη Γαλλία πριν από το 1965 οι γυναίκες δεν μπορούσαν ν’ ανοίξουν λογαριασμό στην τράπεζα ή να εργαστούν δίχως την άδεια του συζύγου τους. Αυτή η εμβληματική φωτογραφία όχι μόνο αποθέωνε τη γυναικεία χειραφέτηση αλλά αποτελούσε και μια άλλου τύπου διατράνωση της θηλυκότητας.
Για πάνω από 30 χρόνια, οι Βαλκυρίες του Νιούτον θριαμβεύουν παρελαύνοντας στις σελίδες των μεγαλύτερων περιοδικών: τη Vogue, το Playboy, το Elle, το Marie Claire ή το Stern. Δεν είναι ποτέ εκστατικές ή εξαϋλωμένες. Με τονισμένους μυς, θεόρατες πάνω στα ψηλοτάκουνά τους (το φετίχ του), δείχνουν αυτάρκεις. Το σύμπαν τους δεν χρειάζεται τους άντρες. Εξομολογείται πως η ιδανική γυναίκα γι’ αυτόν είναι η Σιγκούρνι Γουίβερ ή η Τζούντι Φόστερ…
Εξομολογείται πως η ιδανική γυναίκα γι’ αυτόν είναι η Σιγκούρνι Γουίβερ ή η Τζούντι Φόστερ (Helmut Newton Foundation).
Όμως, σ’ αυτόν τον εκλεπτυσμένο ιεράρχη με το υποδόριο χιούμορ οφείλουμε και συναρπαστικά πορτρέτα προσωπικοτήτων ετερόκλητων: της Ελίζαμπεθ Τέιλορ, της Άβα Γκάρντνερ, της Σοφία Λόρεν, της Ναστάζια Κίνσκι. Μαζί, του Νταλί, του Γουόρχολ, της Παλόμα Πικάσο, της Ναόμι Κάμπελ και της Κλόντια Σίφερ, της Κέιτ Μος και της Μπριγκίτε Νίλσεν, του πρίγκιπα Ρενιέ… Η Κατρίν Ντενέβ ομολογεί: «Περιέργως, παραμένει πάντα ένα είδος μυστηρίου στις φωτογραφίες του Νιούτον, ακόμα και στις πιο τολμηρές, ακόμα και στις πιο ωμές».
Όταν έπρεπε να κάνει ένα πορτρέτο ήταν διατεθειμένος να πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο. Το 1991, φωτογραφίζει μια Μάργκαρετ Θάτσερ που θυμίζει καρχαρία, το κεφάλι στητό, χωρίς υποψία χαμόγελου στην άκρη των χειλιών. Η Σιδηρά Κυρία γίνεται έξαλλη. Ωστόσο, το πορτρέτο αυτό φιγουράρει σήμερα στην είσοδο του Ιδρύματος που φέρει το όνομά της. Και το 1997, φωτογραφίζει για το New Yorker έναν τύπο που σιχαίνεται: τον Ζαν-Μαρί Λεπέν να ποζάρει με τα δυο του ντόπερμαν. Ένα γυμνό πολύ πετυχημένο. Είτε χρησιμοποιώντας μια Graflex Super D 4×5, μια Rolleiflex ή μια Instamatic, ο Χέλμουτ Νιούτον αρεσκόταν στα προκλητικά σενάρια και αντλούσε έμπνευση από τους κλασικούς ζωγράφους (Μανέ, Βελάσκεθ) για τις σκηνοθεσίες του. Κουβάλαγε μαζί του έναν περιορισμένο εξοπλισμό – «4 μηχανές, 5 φακούς, ένα στροβοσκόπιο, μία πολαρόιντ, όλα μέσα σε μια τσάντα που δεν ζύγιζε ούτε 20 κιλά»- ώστε να μετακινείται εύκολα και να μπορεί να κάνει τις λήψεις του παντού.
Γεννήθηκε πριν από 100 χρόνια στο Βερολίνο της Βαϊμάρης, τότε που μπορούσες να συναντήσεις γυναίκες γυμνές κάτω από τη γούνα τους. Χρειάστηκε να το εγκαταλείψει στα 18 του, ένα μήνα μετά τη «Νύχτα των Κρυστάλλων». Ήταν γιος ενός Γερμανοεβραίου και μιας Αμερικάνας. Καταφεύγει στη Σιγκαπούρη, ώσπου να πολιτογραφηθεί Αυστραλός και να αλλάξει το επίθετό του από Neustädter σε Newton. Το 1948 παντρεύεται την Αυστραλή ηθοποιό June Brunell, γνωστή από το 1970 και μετά ως Alice Springs – φωτογράφος. Δεν θα χωρίσουν ποτέ. Αυτός ο αδερφός του Γκι Μπουρντέν και πατέρας της Μπετίνα Ρέιμς εγκαθίσταται το 1956 στο Παρίσι. Από το 1981 μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Μόντε Κάρλο και Λος Άντζελες όπου μέσα από το φακό του εκφράζει την απέραντη γοητεία που του ασκούνε οι γυναίκες, είτε πρόκειται για διασημότητες και μανεκέν είτε για ανώνυμες και πόρνες.
Ο ψυχρός ερωτισμός των φωτογραφιών του, οι οποίες ενίοτε εμπνέονται από μια σαδομαζοχιστική εικονογραφία, προκαλούν τη μήνιν των φεμινιστικών οργανώσεων. Η Σούζαν Σόνταγκ του λέει κατάμουτρα πως δεν της αρέσει η δουλειά του. Εκείνος κάνει πλάκα: «Έχω πάντα στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου μου αλυσίδες και χειροπέδες για τις λήψεις μου». Σε απάντηση, το 1989, ο Ζακ Λανγκ τον χρίζει «Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών» κι ένα χρόνο αργότερα του απονέμει το «Μεγάλο Εθνικό Βραβείο Φωτογραφίας».
Το χιούμορ και το σκληρό φως του Βερολίνου έμειναν για πάντα στην καρδιά του. Οι τέσσερις χρόνοι της μελωδίας της γενέτειράς του (γοητεία, πρόκληση, απώθηση, θαυμασμός) δίνουν το ρυθμό στη νευτώνεια μηχανική. «Λατρεύω τη χυδαιότητα. Η κακογουστιά μ’ αρέσει πολύ. Εξάλλου, σ’ αυτή χρωστάω την περιουσία μου. Είναι πολύ πιο ερεθιστική από το υποτιθέμενο καλό γούστο, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο από την κανονικοποίηση του βλέμματος». Έτσι, πριν από δεκαέξι χρόνια, φεύγοντας από το Château Marmont, στουκάρει την Cadillac πάνω σ’ έναν τοίχο του Sunset Boulevard. Ήταν μόλις 83 ετών. Αναπαύεται στο νεκροταφείο Schöneberg III, δίπλα στον τάφο της Μάρλεν Ντήτριχ.
Πηγή: Andro.gr