Σε μια υπερπαραγωγή σαράντα συντελεστών που αποδεικνύει το ταλέντο των ερμηνευτών της απολαύσαμε το πολυβραβευμένο μιούζικαλ των Άλαν Τζέι Λέρνερ και Φρέντερικ Λόουε, σε απόδοση και σκηνοθεσία της Θέμιδας Μαρσέλλου.
Το πολυβραβευμένο μιούζικαλ “Ωραία μου κυρία” που παίζεται φέτος στο Παλλάς με την υπογραφή της μετρ του είδους Θέμιδας Μαρσέλλου, σε μια εντυπωσιακή παραγωγή σαράντα συντελεστών που σηματοδοτεί την πρώτη ελληνική του απόδοση, παραμένει αναμφισβήτητα ένα από τα πιο αγαπημένα έργα της σκηνής του μουσικού θεάτρου. Βασισμένο στο επιδραστικό έργο του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο “Πυγμαλίων”, πραγματεύεται την κλασική ιστορία του καθηγητή που εκπαιδεύει και καθοδηγεί μια νεαρή κοπέλα στο δρόμο προς την κοινωνική μόρφωση και τον εξευγενισμό.
Η μαγευτική μουσική του Φρέντερικ Λόου και οι εμπνευσμένοι στίχοι του Άλαν Τζέι Λέρνερ (σε απόδοση της σκηνοθέτιδας), δίνουν άλλη διάσταση στη μουσικοθεατρική εκδοχή που πίσω από την ανάλαφρη υπόθεση θέτει μέσα από μια λεπτή σάτιρα το ζήτημα της γυναικείας αυτοδιάθεσης, της ισότητας (η σκηνοθεσία το υπογραμμίζει) και την αναζήτηση της πραγματικής μας ταυτότητας, ενώ το χιούμορ παίζει κομβικό ρόλο, αναδεικνύοντας μια σειρά οικείων με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο χαρακτήρων και περιστάσεων.
Έχοντας αυτά τα βασικά στοιχεία στο μυαλό μας πήγαμε, είδαμε και καταγράφουμε τις εντυπώσεις μας από την παράσταση που μάς χόρεψε στους ρυθμούς του “I Could Have Danced All Night”, μια από τις πιο αγαπημένες παρτιτούρες στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ, με πρωταγωνιστές τους Demy, Ιεροκλή Μιχαηλίδη, Τάκη Παπαματθαίου, Θοδωρή Κατσαφάδο, Ίαν Στρατή και τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου.
Η Demy, με τη χαρακτηριστική της φωνή που συνδυάζει τρυφερότητα και δυναμισμό, και την αθωότητα και τη φρεσκάδα που εκπέμπει, αποδεικνύεται μια καλή επιλογή για το ρόλο της Ελάιζα Ντούλιτλ. Ειδικά στο πρώτο μέρος μας εξέπληξε ερμηνεύοντας με αυθεντικότητα τον κόντρα ρόλο του αξιαγάπητου αλλά όχι και τόσο μορφωμένου λαϊκού κοριτσιού που επιβιώνει πουλώντας λουλούδια στους δρόμους.
Απέναντί της, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης δίνει μια εξίσου δυνατή ερμηνεία στον ρόλο του κυρίου Χίγκινς. Ο χαρακτήρας του, ένας αριστοκράτης γλωσσολόγος με εμμονή στη σωστή χρήση της γλώσσας και τις κοινωνικές συμβάσεις, έρχεται να διαμορφώσει εξ ολοκλήρου τη ζωή της νεαρής Ελάιζα. Την μεταμορφώνει από ένα ατίθασο, ανεπιτήδευτο πλάσμα σε μια εκλεπτυσμένη κυρία της υψηλής κοινωνίας και η διαδρομή είναι σίγουρα απολαυστική, τουλάχιστον όταν εκείνος δεν παλεύει με τους δαίμονές του. Δεν είναι όμως μόνο εκείνη που επηρεάζεται και ίσως αλλάζει τελικά (;).
Για την ακρίβεια ο Χίγκινς, φαινομενικά αμετακίνητος στις αρχές του, συγκρούεται με τον ίδιο του τον εαυτό, παλεύει με τον εγωισμό του, γεγονός που εξωτερικεύεται με σκληρότητα και αυστηρότητα πολλές φορές. Κάτι που η Ελάιζα δεν θα ανεχθεί για πολύ, αν και για λίγο η παράσταση μας έκανε να αναρωτηθούμε που βρίσκεται η ενδυναμωμένη ηρωίδα που περιμέναμε. Αυτό μπορεί κάλλιστα να είναι και ένα σχόλιο για το τέλος της ιστορίας που βλέπουμε επί σκηνής (διαφορετικό από αυτό του θεατρικού του Σο), το οποίο μας αφήνει με πολλά ερωτηματικά.
Η Ελάιζα αλλάζει εξωτερικά, αποκτώντας τρόπους και φινέτσα, αλλά κυρίως εσωτερικά, αποκτώντας αυτοπεποίθηση και ανεξαρτησία. Όπως λέει χαρακτηριστικά η Μίρκα Παπακωνσταντίνου στο ρόλο της μητέρας Χίγκινς στον οποίο δεν μπορεί παρά να ξεχωρίσει, “τώρα εσύ η ίδια ξέρεις ποια είσαι και πρέπει να είσαι περήφανη γι’ αυτό” – χαρακτηριστικοί οι στίχοι του τραγουδιού που ερμηνεύει η Demy “Μη μου μιλάς, δείξτο”.
Η Θέμις Μαρσέλλου αξιοποιεί την κωμικοτραγική πολλές φορές αντίθεση ανάμεσα στους δύο κόσμους, αυτού που βρίσκεται μέσα στο Κόβεντ Γκάρντεν και φοράει την τελευταία λέξη της μόδας της εδουαρδιανής εποχής, κι εκείνου που ξεροσταλιάζει για ένα μεροκάματο ή ψάχνει να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία, όπως για παράδειγμα ο πατέρας της Ελάιζα, που ερμηνεύει με τρομερό κέφι ο Τάκης Παπαματθαίου.
Η ίδια η Μαρσέλλου υποδύεται την οικονόμο του Χίγκινς και μαζί με τον Συνταγματάρχη Πίκερινγκ του Θοδωρή Κατσαφάδου (με τον οποίο ο Χίγκινς βάζει το στοίχημα για τη μεταμόρφωση της Ελάιζα), κρατούν τις ισορροπίες και βάζουν τα πράγματα στη θέση τους. Οι φωνητικές δυνατότητες του Ίαν Στρατή μας είναι γνωστές, δεν μπορέσαμε όμως να μην σταθούμε στην αξιοθαύμαστη τοποθέτησή του στο ρόλο του Φρέντι, που ερωτεύεται την Ελάιζα με την πρώτη ματιά και γίνεται στα δικά της μάτια το “τυπάκι που της την έμπαινε” στις ιπποδρομίες του Άσκοτ.
Ειρήνη Αγγελοπούλου, Μαρία Βασιλάτου, Έλενα Γεώργα, Ντόρα Γκέγκα, Πάνος Δεσινιώτης, Ραφαήλ Κριτούλης, Ασπασία Λαιμού, Πάνος Μαλακός, Ηλίας Μανιατόπουλος, Στέργιος Περτσινίδης, Μάριος Πετκίδης, Εύα Σταμάτη, Λεωνίδας Στάμου, Δανάη Τσούμου: Ένα εξαιρετικό ανσάμπλ άρτια εκπαιδευμένων ηθοποιών, χορευτών και τραγουδιστών πλαισιώνει τους βασικούς χαρακτήρες, δίνοντας ρυθμό και ζωντάνια στην παράσταση. Το σύνολο δεν λειτουργεί απλώς υποστηρικτικά, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της επιτυχίας, προσφέροντας ενέργεια και δυναμική που αναδεικνύουν κάθε σκηνή.
Κι αν κάποιος αναρωτιέται κατά πόσο υπάρχουν Έλληνες καλλιτέχνες με το πολύπλευρο ταλέντο που απαιτεί ένα μιούζικαλ, η απάντηση έρχεται με εντυπωσιακό τρόπο μέσα από αυτή την παραγωγή. Το φυτώριο καλλιτεχνών του ελληνικού μουσικού θεάτρου, στο οποίο έχει συμβάλλει ουσιαστικά η Θέμις Μαρσέλλου, αποδεικνύεται ανεκτίμητο. Ως υπεύθυνη για την προσαρμογή και σκηνοθεσία των περισσότερων μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ και του Γουέστ Εντ που ανεβαίνουν στην ελληνική τους εκδοχή, η Μαρσέλλου έχει καλλιεργήσει υψηλά στάνταρ, συμβάλλοντας ουσιαστικά και πρακτικά στην άνθιση του είδους στην Ελλάδα.
Τα σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη, τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού και οι προβολές της Βικτώριας Βελλοπούλου μάς μεταφέρουν στο Λονδίνο των αρχών του 20ού αιώνα – από το Άσκοτ, έξω από το Κόβεντ Γκάρντεν, στους φθινοπωρινούς δρόμους. Ο ωραιότερος συνδυασμός σκηνικών και βιντεοπροβολών εκπληρώνεται μέσα από το εσωτερικό του σπιτιού του κύριου Χίγκινς, με τις βιβλιοθήκες μέχρι το ταβάνι και το παράθυρο στη μέση.
Συνολικά μιλάμε για μια προσεγμένη, εντυπωσιακή παραγωγή που ταυτόχρονα αναδεικνύει την ποιότητα του εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού, όπως διαπιστώνουμε τόσο από τις χορογραφίες (Άννα Αθανασιάδη) όσο και από την ζωντανή εκτέλεση των μουσικών κομματιών από την ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Νικόλα Γουάστωρ και του Βασίλη Αλεβίζου. Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο ότι υπάρχουν ζητήματα με το πόσο καθαρά ακούγονται σε στιγμές οι στίχοι, όσον αφορά κυρίως το βασικό μουσικό κομμάτι.
Μπορεί να γνωρίζουμε τους στίχους του “I Could Have Danced All Night” αλλά σίγουρα δεν είχαμε ξανακούσει την ελληνική του απόδοση. Επίσης, ορισμένες πτυχές της πλοκής μπορεί να μοιάζουν παρωχημένες στις σύγχρονες αναγνώσεις, όπως η πορεία της σχέσης ανάμεσα στην Ελάιζα και τον Χίγκινς. Παρά τις μικρές αυτές αδυναμίες, η διαχρονικότητα της μουσικής και της πλοκής δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο. Πρόκειται για ένα έργο που αξίζει να δει κανείς, ιδιαίτερα αν αγαπά τα κλασικά μιούζικαλ.
Την ορχήστρα απαρτίζουν οι μουσικοί: Λεωνίδας Σαραντόπουλος, Γιώργος Κάστανος, Μίνα Τσάμου, Γεννάδιος Μπίκοφ, Σταματέλλα Σπίνουλα, Ελένη Παπαδοπούλου, Μιγκέν Σελμάνη, Διονύσης Κοκόλης, Σπύρος Αρκούδης, Στέλιος Μίχας Εγγλέζος, Λουκάς Γιαννακίτσας, Ιάσονας Γουάστωρ.
Πηγή : athinorama.gr