CARPO: ΠΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΨΕΛΗ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ DUBAI

Το success story της εταιρείας με τα καταστήματα ξηρών καρπών που καθιερώθηκε σε Ελλάδα και εξωτερικό και ετοιμάζεται για την αγορά του Αμπού Ντάμπι. Η αναγκαιότητα μπορεί να εξελιχθεί σε επιτυχία; Στην περίπτωση της Carpo, της εταιρείας με τα καταστήματα ξηρών καρπών, που έχει καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια ως μια πετυχημένη διεθνής επιχείρηση με παρουσία πέραν της Αθήνας, σε Λονδίνο, Ντουμπάι και οσονούπω το Αμπού Ντάμπι, δεν τίθεται καν ερωτηματικό στην πρόταση.

Από μεγάλη ανάγκη μπήκαν σε αυτή τη δουλειά τα αδέλφια Κοντόπουλου, όταν σε πολύ τρυφερή ηλικία έχαναν τον πατέρα τους. Από ανάγκη χρόνια αργότερα δημιούργησαν την Carpo, όταν μπροστά στην κρίση κατέρρεαν ολόκληρα κομμάτια της εφοδιαστικής αλυσίδας υπό το βάρος ηχηρών «κανονιών» και απλήρωτων επιταγών.

Είναι δε εντυπωσιακό πώς μέσα από αυτή την αβεβαιότητα και τη μαυρίλα της εποχής ξεπήδησε κάτι τόσο φωτεινό που όχι μόνο έπιασε στην αθηναϊκή αγορά, ξεκινώντας από ένα μαγαζάκι 35 τ.μ., αλλά και στη λονδρέζικη όπου τα καταστήματα της αλυσίδας είναι από τα must. Το επόμενο στοίχημα είναι οι αγορές της Μέσης Ανατολής, όπου ήδη τα αδέλφια Κοντόπουλου συνεργάζονται με τον Ομιλο Americana του Μοχάμαντ Αλαμπάρ που διαμόρφωσε το Ντουμπάι όπως το ξέρουμε σήμερα (ιδρυτής της Emaar Properties, ιδιοκτήτριας εμβληματικών πύργων όπως το Μπουρτζ Χαλίφα), ενώ «ψήνεται» και μία ακόμα συμφωνία με έναν παγκόσμιο πολυεθνικό όμιλο που θα ανεβάσει σε νέο επίπεδο το Carpo.

«Η αλήθεια είναι πως τίποτα δεν μας ήρθε εύκολα», λέει ο κ. Κώστας Κοντόπουλος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Carpo, ο πρωτότοκος εκ των αδελφών. Αισθάνεται περήφανος γι’ αυτό που ο ίδιος και η οικογένεια έχουν καταφέρει: το δημιούργημά τους με επίκεντρο σήμερα την Παιανία, όπου βρίσκονται το εργοστάσιο και τα κεντρικά γραφεία, να έχει δημιουργήσει ένα πετυχημένο δίκτυο καταστημάτων σε τρεις διαφορετικές και μεγάλες αγορές έχοντας ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα σήματα στη λιανική. Αξιέπαινοι πραγματικά εάν σκεφτεί κανείς πώς ξεκίνησαν, αλλά και πώς εξελίσσονται.

«Χάσαμε πολύ νωρίς τον μπαμπά μας. Ήμουν μόλις 11 ετών. Χάσαμε τα πάντα τότε! Στα 13 μου, με άδεια που υπέγραψε η μητέρα μου, κόλλησα τα πρώτα ένσημα. Έπρεπε να δουλέψουμε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Και έκανα ένα σωρό δουλειές. Από πρακτορεία ως οικοδομή, να καθαρίζω ξύλα! Μπήκα στο πανεπιστήμιο, στη Νομική. Εκεί, στο δεύτερο έτος, ήταν που τελείωνε και ο αδελφός μου ο Βασίλης το σχολείο. Ο πατέρας μας μας είχε αφήσει μια αποθήκη στην Άνω Κυψέλη να κάνουμε τη δουλειά του στον ξηρό καρπό. Εμείς πάλι δεν ξέραμε τίποτε απ’ αυτά. Όμως η ανάγκη σε ένα παιδί που χάνει τον πατέρα του σε τόσο τρυφερή ηλικία δεν φεύγει ποτέ. Και ήταν τόσο σημαντική που ίσως τελικά αυτό ήταν που μας έσπρωξε να ακολουθήσουμε τη “μυρωδιά” του.

Έτσι μπήκαμε στον ξηρό καρπό, ένα προϊόν commodity, πάρα πολύ δύσκολο, για το οποίο έπρεπε να έχεις πάρα πολλά λεφτά για κεφάλαιο. Το ξεκινήσαμε, λοιπόν, το 1991. Χονδρική. Ψήναμε σε δύο φούρνους φιστίκια και τα πουλούσαμε. Σε μαγαζιά, στις κεντρικές αγορές, όπου μπορούσαμε», λέει ο κ. Κοντόπουλος. Χρόνο με τον χρόνο οι δουλειές και η επιχείρηση μεγάλωναν με πολύ κόπο και προσπάθεια. «Ξεκινήσαμε οι δυο μας με τον αδελφό μου τον Βασίλη. Μετά γίναμε τρεις με την προσθήκη του Αλέξανδρου, του τρίτου αδελφού, γίναμε τέσσερις, πέντε… Στο μεταξύ, η οικοτεχνία με την ανάπτυξη των εργασιών έγινε βιοτεχνία. Φύγαμε από την Άνω Κυψέλη, αλλάξαμε διάφορες βιοτεχνικές περιοχές μέχρι να έρθουμε στην Παιανία και να καταλήξουμε την ώρα που κλιμακωνόταν η κρίση, το 2011, να δημιουργήσουμε την Carpo έτσι όπως σήμερα τη γνωρίζει ο κόσμος», λέει.

Ακόμα όμως και αυτή η μετατροπή προήλθε από μία αναγκαιότητα. Οι απλήρωτες επιταγές είχαν αρχίσει να γίνονται ο «κανόνας» της αγοράς τα πρώτα χρόνια της κρίσης, ενώ οι κλυδωνισμοί σε μεγάλα σούπερ μάρκετ, που οδήγησαν τελικά και σε αρκετά «κανόνια» συμπαρασύροντας στην καταστροφή πολλούς προμηθευτές τους, δεν άφηναν πολλά περιθώρια. «Έπρεπε να μπούμε στη λιανική, ήταν ο μόνος τρόπος να συνεχίσουμε να επιβιώσουμε», λέει ο κ. Κοντόπουλος. «Έπειτα, πρέπει να ομολογήσω ότι αυτό που κάναμε ως τότε δεν μου άρεσε και πολύ. Δεν με εξέφραζε ούτε η κεντρική αγορά, ούτε τα σούπερ μάρκετ. Ήθελα να κάνω κάτι που θα έχει μία τελείως διαφορετική προσέγγιση και έναν διαφορετικό “πολιτισμό”. Για κάποιους ίσως ακουστεί τραβηγμένο, αλλά πραγματικά αυτός είναι ο στόχος και ο λόγος που σχεδόν 15 χρόνια μετά τα μαγαζιά μας εξακολουθούν να είναι επίκαιρα και να τα αγαπάει ο κόσμος. Δεν ήταν πυροτέχνημα! Τουναντίον, χρόνο με τον χρόνο παίρνουν μεγαλύτερη αξία ανεβάζοντας τις πωλήσεις και τη φήμη τους. Κάτι για το οποίο γίνεται μία πολύ σοβαρή δουλειά απ’ όλους: εμάς, τους εργαζόμενους, τους συνεργάτες μας τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό», λέει.

Η διαδρομή

Το πρώτο κατάστημα στο Κολωνάκι. «Στην οδό Κανάρη, μόλις 36 τ.μ.! Σε έναν δρόμο που τότε, το 2011, φάνταζε… βομβαρδισμένος. Όλα τα μαγαζιά κλειστά! Οπότε ήμασταν κάτι σαν ένα φωτεινό σημείο στη γενικότερη μαυρίλα», λέει ο κ. Κοντόπουλος. «Ο κόσμος έμπαινε να νιώσει αυτή τη ζεστασιά και την εξυπηρέτηση, να έρθει σε επαφή και τελικά να νιώσει όμορφα. Οπότε μπορώ να πω πως σχεδόν άμεσα είχε απήχηση στον κόσμο. Έναν χρόνο μετά ανοίξαμε το δεύτερο κατάστημα στο Πικαντίλι, στο Λονδίνο. Μία κίνηση υψηλού ρίσκου, που όμως πέτυχε», προσθέτει.

Το Λονδίνο πώς προέκυψε εξαρχής, τον ρωτάμε. «Όταν ανοίξαμε στο Κολωνάκι είχα την τύχη να έχω πελάτισσες κάποιες κυρίες της παλιάς αστικής Αθήνας, μεγάλες σε ηλικία. Όλες λοιπόν τότε με ρωτούσαν “φέρατε αυτό το concept από το Λονδίνο;”. Και τότε πράγματι αναρωτήθηκα αν όντως μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο στο Λονδίνο. Άρχισα τότε να το ψάχνω. Εξάλλου ήθελα μία εναλλακτική ώστε να δημιουργήσω βάσεις που θα μας βοηθούσαν να επιβιώσουμε ως επιχείρηση στην περίπτωση που τα πράγματα λάμβαναν ακόμα χειρότερη τροπή στην Ελλάδα.

Τότε έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο Λονδίνο, δεν είχα ξαναπάει! Το εγχείρημα βέβαια ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Καταρχάς είχαμε κόντρα όλο το περιβάλλον που διαμόρφωναν οι τότε ανταποκρίσεις, όπου όλα τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ “έβριζαν” τους Ελληνες. Παρ’ όλα αυτά, μας εμπιστεύτηκαν και μας έδωσαν το ακίνητο στο Πικαντίλι. Το ήθελα πολύ. Ανήκε στο Crown Estate, της βασιλικής οικογένειας δηλαδή. Από εκεί και έπειτα, ναι, υπήρξαν δυσκολίες έως ότου να πιάσει, που ειλικρινά δεν μας έκαναν αίσθηση αφού στην Ελλάδα είχαμε ήδη μάθει σε αυτές. Στην τελική, είπα, θα κάνω μια προσπάθεια 2-3 χρόνια και ό,τι γίνει. Εξάλλου δεν γινόταν διαφορετικά. Η Ελλάδα… γκρεμιζόταν. Τα καταφέραμε όμως! Ετσι, αργότερα τα καταστήματα έγιναν δύο, μετά τρία και σήμερα έχουμε τέσσερα σημεία στο Λονδίνο. Καταστήματα που έχουν γίνει αναγνωρίσιμα και έχουν αγαπηθεί από ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο. Είναι σημεία αναφοράς».

Πρόσφαταη Carpo επεκτάθηκε σε ένα από τα πλέον εμβληματικά κτίρια του κεντρικού Λονδίνου, εκεί όπου το 1915 λειτούργησε το πρώτο πεντάστερο ξενοδοχείο στην Ευρώπη, το «Regend Palace Hotel». «Είναι κάτι το καταπληκτικό! Μάλιστα το concept του καταστήματός μας εκεί το έχουμε εξελίξει. Δημιουργήσαμε ένα πιο δυνατό και έντονο καθιστικό. Πλέον μπορείς να πας στο Carpo και να κάτσεις να πιεις το τσάι σου, τον καφέ σου… Εχουμε δημιουργήσει στον πάνω όροφο ένα πολύ ωραίο Lounge όπου διαθέτουμε κάποια signature coctails, καθώς και έναν συνδυασμό από καρπούς και σοκολάτες. Γενικά είναι ένα σημείο που έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον. Ησυχο, με απαλή μουσική -τζαζ, αφρικανική μπλουζ, όπερα, Χατζιδάκι…-, είναι ένα μιξ μουσικό που μαζί με τον χώρο σε ταξιδεύει σε μία εποχή λίγο πιο Μεσοπολέμου, διαφορετική. Θεωρώ ότι κάναμε ένα κατάστημα ώστε που και ύστερα από 100 χρόνια θα παραμείνει εμβληματικό! Κι αυτός είναι ο απώτερος στόχος, η διάρκεια».

Σχέδια

Σήμερα το δίκτυο Carpo αριθμεί 11 καταστήματα: έξι στην Αθήνα, τέσσερα στο Λονδίνο και ένα στο Ντουμπάι, στο Dubai Mall. «Ετοιμάζουμε και ένα στο Αμπού Ντάμπι», σπεύδει να προσθέσει ο κ. Κοντόπουλος, πάλι σε συνεργασία με τον Ομιλο Americana. «Γενικά στη Μ. Ανατολή μπορώ να πω ότι είμαστε έτοιμοι να κάνουμε το επόμενο βήμα, το οποίο θα είναι και εξαιρετικά σημαντικό για τον όμιλο. Ηδη συζητάμε με έναν παγκόσμιο επιχειρηματικό κολοσσό, προσώρας αυτό μπορώ να πω, προκειμένου να αναλάβει το master franchise για κάποιες χώρες στη Μ. Ανατολή. Με συγκεκριμένα όμως καταστήματα και με απόλυτη ευθυγράμμιση με αυτό που εμείς εδώ ορίζουμε πως θέλουμε να είναι το Carpo», διευκρινίζει ο κ. Κοντόπουλος, καθώς η μέχρι τώρα ανάπτυξη σε Αθήνα και Λονδίνο γίνεται με ίδια μέσα και κατόπιν σοβαρής εξέτασης των προοπτικών και των κινδύνων. «Το franchise μπορεί να έχει συγκεκριμένα αποτελέσματα, ανάλογα πώς θα το χειριστείς. Σήμερα δεν μπορώ να πάω σε μία νέα αγορά, π.χ. στη Σαουδική Αραβία ή τη Νέα Υόρκη, και να κάνω αυτό που πέτυχα στο Λονδίνο. Δεν γίνεται. Από την άλλη, δεν μπορώ απλώς να δίνω τα δικαιώματα του ονόματος σε κάποιον τρίτο και να κάνει ό,τι θέλει.

Απαιτείται ένας μηχανισμός και ένας στρατός ανθρώπων που θα εξασφαλίσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και έχω αρνηθεί σε πάρα πολλούς δισεκατομμυριούχους ανά τον κόσμο που ήρθαν να ζητήσουν το franchise δίνοντας ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Με ενδιαφέρει ο συνεργάτης που θα κάνω, έστω ένα μαγαζί κάπου, να έχει όλη αυτή την υποδομή πίσω που εγώ δεν την έχω για να μπορεί να τρέξει λειτουργικά και ποιοτικά αυτό που εμείς δημιουργήσαμε και θέσαμε στάνταρ. Πάντα με τη συμβουλή και την ενεργή συμμετοχή μας. Π.χ. στο Ντουμπάι ανά δεκαήμερο στέλνουμε άνθρωπο που θα βοηθήσει στα πάντα. Ετσι μπορείς να εξασφαλίσεις τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχεις φτιάχνοντας και λειτουργώντας ένα σύστημα που να μην παρεκκλίνει από αυτό που ορίζεις εσύ», τονίζει.

Αν όλα πάνε καλά στη Μ. Ανατολή, θα ανοίξουν, μαζί με το Αμπού Ντάμπι, τρία μεγάλα Carpo στα πρότυπα του Ντουμπάι. Στην Ελλάδα πάλι ολοκληρώθηκαν πρόσφατα οι επεκτάσεις των καταστημάτων στο Κολωνάκι και το Ψυχικό, ενώ στο πλάνο είναι και η λειτουργία δύο καταστημάτων στο Ελληνικό με βάση τη συμφωνία που έχει κλείσει με τη Lamda. Το ένα στη μαρίνα και το δεύτερο στο mall.

Παρ’ όλα αυτά, η αναζήτηση νέων αγορών δεν σταματά και ο κ. Κοντόπουλος δεν κρύβει το σχέδιό του τα Carpo να μπουν και σε άλλες μεγάλες αγορές. «Γενικά ψάχνουμε και μελετάμε εξονυχιστικά ευκαιρίες, προοπτικές, τυχόν παγίδες κ.ο.κ. Π.χ., θα ήθελα να μπούμε στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη. Επίσης, το προσεχές διάστημα θα ταξιδέψω σε κάποιες ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά και σε έναν ασιατικό προορισμό όπου με έχουν καλέσει να εξετάσουμε τις προοπτικές επέκτασης. Δεν θα δείτε κάτι άμεσα, γιατί, όπως συνηθίζω να λέω, ο χρόνος δεν μας πιέζει, δεν είναι εχθρός μας στον τρόπο που αναπτυσσόμαστε. Τουναντίον, είναι σύμμαχος. Οπότε θα δούμε», τονίζει ο ίδιος.

Οι εταιρείες Carpo σε επίπεδο ομίλου έφθασαν το 2024 να έχουν κύκλο εργασιών 26-27 εκατ. ευρώ, όπως λέει ο κ. Κοντόπουλος, χωρίς να προσμετράται το κατάστημα στο Ντουμπάι. Αθήνα και Λονδίνο πλέον έχουν περίπου τις ίδιες πωλήσεις. Ο ίδιος έχει τη διοίκηση και την επίβλεψη όλης της εταιρείας, ο αδελφός του Βασίλης έχει την ευθύνη του εργοστασίου, των προμηθευτών και των παραγωγών, ενώ ο Αλέξανδρος των καταστημάτων της Αθήνας.

Το «μυστικό»

Τι είναι όμως αυτό που κάνει τη διαφορά και έχει λειτουργήσει καταλυτικά ώστε το Carpo σήμερα να έχει πετύχει;

«Πρώτα απ’ όλα η επιτυχία του Carpo είναι οι άνθρωποι. Αυτοί είναι το κλειδί που χρόνο με τον χρόνο τα καταστήματά μας πηγαίνουν καλύτερα, αντίθετα με τον κανόνα της λιανικής που λέει ότι η έναρξη ενός καταστήματος είναι δυναμική και σιγά-σιγά φθίνει. Οχι, με εμάς συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, το οποίο πρωτίστως πρέπει να πιστωθεί στους ανθρώπους μας. Εννοείται και το ποιοτικό προϊόν. Είναι αυτονόητο.

Προφανώς και τα σημεία των καταστημάτων παίζουν ρόλο, αλλά κατά βάθος πιστεύω ότι ο κόσμος μάς έχει αγαπήσει λόγω του σεβασμού, της συνέπειας και της σεμνότητας που αποτελούν βασικές αρχές μας. Το Carpo είναι ανθρωποκεντρικό. Προσεγγίζουμε με σεβασμό τον κάθε έναν που θα μπει μέσα. Είμαστε ένα ζεστό μέρος στο οποίο μπορεί να έρθει κάποιος να πάρει έναν καφέ ή κάτι άλλο και στο τέλος να πάρει και να νιώσει αυτό που όλοι έχουμε ανάγκη: να ακούσει μια ωραία καλημέρα και ένα ευχαριστώ που να το εννοεί ο άλλος!».

Γι’ αυτό και όπως τονίζει ο κ. Κοντόπουλος, ο σεβασμός ξεκινά μέσα από την επιχείρηση απέναντι στους περίπου 400 εργαζόμενους, τους συνεργάτες και φυσικά τους πελάτες. «Δεν μπορώ να μιλάω για σεβασμό και στο τέλος του μήνα να μην τον δείχνω στους εργαζομένους μου. Οπότε ακολουθούμε πιστά τη στρατηγική μας ώστε όλοι να είναι ευχαριστημένοι. Οι αμοιβές μας στην Ελλάδα είναι 20%-30% παραπάνω από τους μισθούς της αγοράς, στο Λονδίνο είναι 40%. Ολοι όμως έτσι αισθάνονται συμμέτοχοι, αλλά και περισσότερο υπεύθυνοι. Κι εγώ από την άλλη αισθάνομαι τη σιγουριά ότι ταξιδεύω ή καλή ώρα δίνω μια συνέντευξη και η επιχείρηση δουλεύει μόνη της», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Πηγή : newmoney.gr