Ο ηθοποιός που έδωσε στον Τζέιμς Μποντ τη δόξα και τη χάρη που ξέρουμε σήμερα, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών. Πώς το φτωχόπαιδο από το Εδιμβούργο κατάφερε να γίνει πρώτο όνομα στο σινεμά και το 2000 να λάβει το χρίσμα του σερ από την Βασιλισσα.
Κάποιοι γεννιούνται σερ, δεν χρειάζεται να αποκτήσουν τον τίτλο χάριν κληρονομικού δικαιώματος. Είναι σφόδρα πιθανό η καθαρίστρια Έφη ΜακΜπέιν και ο Τζότζεφ Κόνερι, εργάτης σε εργοστάσιο και οδηγός φορτηγού, να μην γνώριζαν τι «φυντάνι» έφερναν στο φως στις 25 Αυγούστου 1930, γρήγορα, όμως, θα πρέπει να το κατάλαβαν. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν -από μια παράξενη συστοιχία μοίρας και τύχης- να έχουν γεννηθεί κάτω από άστρα που λάμπουν. Ο Σον Κόνερι που σήμερα μας αποχαιρέτησε για πάντα, είναι μια τέτοια περίπτωση.
Γεννήθηκε στο Φάουντενμπριτζ, πιο Σκωτσέζος δεν γίνεται, καθώς γαλουχήθηκε κάτω από τον ουρανό του Εδιμβούργου. Το πλήρες όνομά του είναι Τόμας Σον Κόνερι και ο ίδιος έχει παραδεχθεί πως τον αποκαλούσαν Σον πολύ πριν γίνει ηθοποιός και προφανώς διατηρήσει -χάριν συντομίας και ευφωνίας- το μικρό, αλλά ευκρινές ΣονΗ αλήθεια είναι ότι η ηθοποιία δεν ήταν το πρώτο του επάγγελμα. Αυτό ήρθε πολύ μετά. Στην αρχή ήταν γαλατάς στο Εδιμβούργο. Στη συνέχεια κατατάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό, αλλά δεν κατάφερε να μακροημερεύσει ως γαλονάς, καθώς απολύθηκε λόγω προβλημάτων υγείας. Αναγκαστικά επέστρεψε στην παλιά του δουλειά κι επειδή δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, ως κλασικός νέος που ψαχνόταν, άλλαξε ουκ ολίγα επαγγέλματα: οδηγός λεωφορείου, εργάτης, μοντέλο για το Κολέγιο Καλών Τεχνών του Εδιμβούργου, στιλβωτής φέρετρων, μπόντι μπίλντερ, ποδοσφαιριστής, pool boy και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστείς κανείς.
Ηταν η αναγκαία συνθήκη του Σον που προερχόταν από μια φτωχή οικογένεια για να βγάζει τα προς το ζην. Από την άλλη, έχοντας μέσα του τον σπόρο της εξερεύνησης, έβλεπε κάθε δουλειά σαν μια ακόμη εμπειρία που μπορεί εκείνη τη στιγμή να μην ήξερε πού θα το χρησίμευε, ήρθε όμως αργότερα η ηθοποιία να του αποδείξει πως για να υποκριθείς έναν ρόλο οφείλεις να είσαι μπαρουτοκαπνισμένος. Ε, ο Σον ήταν και με το παραπάνω.
Οσο και αν είχε δηλώσει ευθαρσώς πως η υποκριτική δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του. «Ποτέ δεν είχα σκεφτεί να γίνω ηθοποιός. Βρισκόμουν στο Λονδίνο για τον διαγωνισμό του ”Μίστερ Υφήλιος” και γύρευα να κάνω κάτι διαφορετικό στη ζωή μου. Μόλις μου είχαν προτείνει να προσπαθήσω να μπω στην ομάδα ποδοσφαίρου της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όμως ήμουν ήδη 22· αρκετά μεγάλος για μια τέτοια δουλειά. Τότε, κάποιος μου είπε ότι γύρευαν κόσμο για να συμπληρώσουν τη χορευτική ομάδα του θεατρικού μιούζικαλ «South Pacific». Έμαθα πού θα γινόταν η πρόβα, πήγα, με δοκίμασαν, με προσέλαβαν και αυτό ήταν. Μία ακόμη δουλειά…».
Αυτό κι αν είναι φλέγμα συνδυασμένο με άτεγκτο και σκληροτράχηλο ταμπεραμέντο. Ας μην ξεχνάμε πως μιλάμε για κλασικό Σκωτσέζο. Στον θίασο έμεινε άλλα δύο χρόνια που του έδειξαν πως ήταν πλασμένος γι’ αυτό το πράγμα. Τα φώτα της ράμπας ταίριαζαν στο παρουσιαστικό του. Από το θέατρο μεταπηδάει στην τηλεόραση. Επί πέντε χρόνια μετείχε σε σίριαλ, ενώ «δάνειζε» το πρόσωπό του σε διαφημίσεις και τη μόδα (υπήρξε μανεκέν στο κατάστημα ανδρικών ειδών Vince στο εμπορικό κέντρο του Λονδίνου διαφημίζοντας ιταλικά πουκάμισα και ναυτικά γιλέκα που εκείνη την εποχή ήταν πολύ της μόδας).
Το 1957 ήταν χρονιά ορόσημο για τον Σον. Πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τηλεοπτική μεταφορά του θεατρικού του Αλβιν Ράκοφ «Ρέκβιεμ για έναν πυγμάχο» για το BBC, που μερικά χρόνια αργότερα θα γινόταν κινηματογραφική επιτυχία με τον Αντονι Κουίν. Εκεί οι ατζέντηδες κατάλαβαν πως έχουν να κάνουν με ατόφιο ταλέντο. Το 1958 υπογράφει 5ετές συμβόλαιο με την 20th Century Fox, για την οποία έκανε 10 ταινίες. Μην φανταστείτε τίποτα φοβερό: κάτι φτηνά μελοδράματα ή πολεμικές ταινίες της σειράς. Ο Κόνερι μετέχει, αλλά δεν λάμπει. Με εξαίρεση, ίσως, την ταινία «Κάπου, κάποιος, κάποτε», όπου υποδύεται τον εραστή της Λάνα Τάρνερ.
Θα έπρεπε να φτάσει στο 1962 για να δει την μεγάλη ευκαιρία να του χαμογελάει διάπλατα. Εκείνη τη χρονιά οι παραγωγοί Αλμπερτ Μπρόκολι και Χάρι Σάλτζμαν αποφάσισαν να μεταφέρουν στον κινηματογράφο το μυθιστόρημα κατασκοπείας του Ιαν Φέμινγκ «Δόκτωρ Νο». Ναι, ακριβώς: είναι η γέννηση του κινηματογραφικού Τζέιμς Μποντ.
Το λογικό θα ήταν να πάρουν για πρωταγωνιστή έναν φτασμένο ηθοποιό που θα βοηθούσε ώστε να ακουστεί η ταινία. Ούτως ή άλλως ήταν ένα πείραμα η μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο. Μπορείς το μυθιστόρημα του Φλέμινγκ να πουλούσε, αλλά, όπως και να το κάνουμε, άλλο η λογοτεχνία κι άλλο ο κινηματογράφος. Χρήματα πολλά δεν υπήρχαν για να έρθει πρωτοκλασάτος ηθοποιός και, ω του θαύματος, επιλέχθηκε ο φτηνός Σον Κόνερι (έλαβε αμοιβή μόλις 15.000 στερλίνες). Τι παράξενο: ο Φλέμιγκ δεν τον ήθελε τον Κόνερι, του φαινόταν αρκετά brutal για τα γούστα του. Ήθελε κάτι πιο εκλεπτυσμένο. Πού να ήξερε πόσο έξω έπεσε.
Η ταινία «έσπασε» τα ταμεία. Ο Κόνερι έγινε από εκείνη τη στιγμή ποθητός σταρ και, φυσικά, ακολούθησαν όλοι οι άλλοι Τζέιμς Μποντ που γνωρίζουμε ως σήμερα. Με τους Μπρόκολι – Σάλτσμαν ο Κόνερι γύρισε πέντε ακόμη ταινίες ως 007, αλλά η συνεργασία τους έμελλε να τελειώσει άδοξα τη δεκαετία του 1980, όταν ο πρώτος τούς μήνυσε υποστηρίζοντας ότι έσπασαν τα συμβόλαια με τα οποία εκείνος δικαιούνταν περισσότερα χρήματα για μερικές από τις ταινίες αυτές.
Αξιοσημείωτη ήταν και η παρουσία του στην ταινία «Ο Άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» σε σκηνοθεσία του Τζον Χιούστον, όπου ο Κόνερι βγάζει στην οθόνη μια τραχιά πλευρά του, ολότελα άγνωστη στο ευρύ κοινό.
Πολλές βραβεύσεις δεν είχε στο ενεργητικό του, ωστόσο δεν γίνεται να μην επισημανθεί η χρονιά που πήρε το Οσκαρ β’ ρόλου (το 1988) για την παρουσία του στην ταινία «Αδιάφθοροι» του Μπράιαν Ντε Πάλμα. Ο Κόνερι ως αστυνομικός Τζίμι Μαλόουν, όντως, δείχνει το μέγεθος του ταλέντου του και η βράβευσή του ήταν μόνο χαριστική δεν ήταν. Ο Κόνερι δεν το περίμενε. Αργότερα είπε πως δεν μάλλον του έδωσαν το βραβείο για το σύνολο του έργου του κι όχι τόσο για την υποκριτική του στόφα στη συγκεκριμένη ταινία.
Η δεκαετία του ’80 τον βρίσκει σε πλήρη ακμή: Παίζει στον «Ιντιάνα Τζόουνς και η τελευταία Σταυροφορία» του Στίβεν Σπίλμπεργκ στα 1989, για να ακολουθήσουν οι ταινίες: «Χαϊλάντερ: Ο αθάνατος» του Ράσελ Μαλκάχι και φυσικά το «Ονομα του ρόδου» του Ζαν Ζακ Ανό, αμφότερα του 1986, ο «Βράχος» («The Rock», 1996) του Μάικλ Μπέι και το «Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη» («The Ηunt for the Red October», 1990) του Τζον Μακ Τίρναν.
Το 2006 ανακοινώνει πως αποστρατεύεται οικεία βουλήσει. Δεν ήθελε άλλο σινεμά στη ζωή του. Το είπε και το τήρησε. Επέλεξε να αποσυρθεί και να ζήσει μια ήσυχη ζωή. Γι’ αυτό και προτίμησε την ηρεμία και το τροπικό κλίμα στις Μπαχάμες (χωρίς ποτέ να ξεχνά τη λατρεμένη του Σκωτία), εκεί όπου μαζί με την πολυαγαπημένη δεύτερη σύζυγό του, τη γαλλομαροκινής καταγωγής ζωγράφο Μισελίν Ροκμπρίν, “βασίλευε” ιδιωτικά ως το τέλος.
Ο Κόνερι παντρεύτηκε τη Ροκμπρίν τον Μάιο του 1975. Επρόκειτο για τη δεύτερη σύζυγό του μετά τη βρετανίδα ηθοποιό Νταϊάν Σιλέντο (1933-2011) με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Τζέισον Κόνερι, ο οποίος προσπάθησε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του αλλά δεν τα κατάφερε (παντρεύτηκε την ηθοποιό Μία Σάρα, με την οποία έχει έναν γιο, τον Ντάσιελ, και κυρίως σκηνοθετεί). Η σχέση του Κόνερι με τη Σιλέντο κράτησε λίγο περισσότερο από μία δεκαετία και υπήρξε θυελλώδης.
Ο Κόνερι αγαπούσε όσο τίποτα άλλο την πατρίδα του. Παρέμεινε ρομαντικός εθνικιστής, ένθερμος υποστηρικτής της ανεξαρτητοποίησης της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο (ένα τατουάζ στο μπράτσο του γράφει Scotland Forever – Σκωτία για πάντα). Αυτή ήταν και η αιτία που το 1997 και το 1998 δεν χρίστηκε σερ. Εντέλει έλαβε το χρίσμα το 2000 από τη βασίλισσα της Αγγλίας στη γενέτειρά του, στο Εδιμβούργο.
Ο Κόνερι έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη και για την Ελλάδα. Αλλωστε είχε έρθει κατ’επανάληψη στα μέρη μας. Οι «κακές» γλώσσες τον ήθελαν αμετανόητο τσιγκούνη. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Κόνερι ευεργετούσε, καθώς δώρισε όλον τον μισθό του για το «Ρόδο και το βέλος» (περίπου 250.000 δολάρια τότε) σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, κάτι που είχε κάνει και επιστρέφοντας στον Τζέιμς Μποντ το 1971 με τα «Διαμάντια είναι παντοτινά» (1971), την τελευταία επίσημη ταινία του ως Μποντ.
Ο Κόνερι έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη και για την Ελλάδα. Αλλωστε είχε έρθει στα μέρη μας, ενώ διατηρούσε φιλική σχέση με την Ντόλλη Κουμαντάρου-Γουλανδρή (1921-2008), την οποία είχε γνωρίσει στις Μπαχάμες. Η τότε πρόεδρος του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και ο μεγάλος σταρ διατηρούσαν εντυπωσιακές κατοικίες στο εξωτικό νησί της Καραϊβικής και συγκεκριμένα στην περιοχή Νασάου. Ο σκωτσέζος ηθοποιός είχε φιλοξενηθεί στο παρελθόν και στο ιδιωτικό νησί της οικογένειας Γουλανδρή, στο Ρευματονήσι.
Πηγή: andro.gr