Λιτό κι εσωτερικό υπαρξιακό δράμα μπεργκμανικών τόνων, που δεν αποφεύγει όλες τις… αμερικανικές ευκολίες, από τον καλβινιστή σεναριογράφο του «Ταξιτζή» και σκηνοθέτη του «Μίσιμα».
Ο σκορσεζικός «Τελευταίος Πειρασμός» ξεκινά με ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη: «Από τη νεότητά μου, η πρωταρχική αγωνία μου ήταν τούτη: η ακατάπαυστη, ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και στη σάρκα». Μια βασική προβληματική της φιλμογραφίας του Αμερικανού σκηνοθέτη, η οποία απασχολεί ακόμη πιο έντονα τον σεναριογράφο της ταινίας και στενό συνεργάτη του Πολ Σρέιντερ («Ο Ταξιτζής», «Οργισμένο Είδωλο», «Σταυροδρόμια της Ψυχής»).
Μεγαλωμένος από φανατικούς καλβινιστές, οι οποίοι του επέτρεψαν να δει πρώτη φορά ταινία στα 17 του, ο Σρέιντερ περιγράφει σε όλο το σεναριακό και σκηνοθετικό έργο του την πάλη τού εκ γενετής αμαρτωλού ανθρώπου για λύτρωση, ακολουθώντας μια πορεία ανόδου (κατακτήσεις, πλουτισμός, καταξίωση), της επακολουθούμενης πτώσης και μέσω αυτής της αληθινής, υπαρξιακής αναγέννησής του. Και αυτή η κάθοδος στην κόλαση (της σάρκας), μέσα από την οποία περνά ο προτεσταντικός δρόμος για τον (πνευματικό) παράδεισο, μπορεί να είναι η απέλπιδα μάχη για επιστροφή στη χαμένη ιαπωνικότητα («Μίσιμα»), η προσπάθεια ενός εμπόρου ναρκωτικών να αλλάξει ζωή («Νυχτερινές Επισκέψεις») ή η καταβύθιση ενός συντηρητικού επιχειρηματία σε έναν κόσμο αγοραίων, ένοχων απολαύσεων («Hardcore»).
Παγιδευμένος σε ένα παρόμοιο μοτίβο βρίσκεται και ο Τόλερ, στρατιωτικός κληρικός, ο οποίος μετά το θάνατο του γιου του στο Ιράκ βλέπει το γάμο του να διαλύεται και τον ίδιο να αποστρατεύεται βυθισμένος στις ενοχές. Βρίσκοντας καταφύγιο στην πίστη του, αναλαμβάνει το πόστο του ιερέα μιας μικρής επαρχιακής εκκλησίας και, παλεύοντας καθημερινά με τους δαίμονές του, προσπαθεί να συνέλθει. Κι ενώ προετοιμάζεται για τη γιορτή των 250 χρόνων από την ίδρυση του ιστορικού ναού στον οποίο λειτουργεί, γνωρίζει μια νεαρή έγκυο, τη Μέρι, και τον σύζυγό της Μάικλ, έναν οικολόγο ακτιβιστή με έμμονες ιδέες και αυτοκτονικές τάσεις. Δανειζόμενος ιδέες κι ερωτήματα από το «Χειμερινό Φως» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και το «Ημερολόγιο Ενός Επαρχιακού Εφημέριου» του Ρομπέρ Μπρεσόν, ο Σρέιντερ ακολουθεί με αργό, τελετουργικό τέμπο ένα ξεγυμνωμένο από εντάσεις σενάριο, το οποίο εστιάζει στην εσωτερική μάχη του Τόλερ με την πίστη του.
Από αυτόν τον πόλεμο όμως ο θεός μοιάζει απών, οι απαντήσεις αργούν και ο Μάικλ με τη δική του «πίστη» –που, αντίθετα από τη θρησκευτική, απαιτεί άμεση, κοσμική παρέμβαση– επενεργεί σαν καταλύτης. Δρώντας αυτοκαταστροφικά, θα σπρώξει τον Τόλερ μέχρι τον πάτο της κατακόρυφης διαδρομής του, ενώ ταυτόχρονα θα του δείξει το δρόμο προς την επιφάνεια. Οι «Ακρότητες» τον περιγράφουν με ειλικρινή σπαραγμό και μια σχεδόν μπρεσονική αφηγηματική καθαρότητα, η οποία θα ήταν απόλυτα αποτελεσματική αν δεν υποχωρούσε σε μερικές αχρείαστες, απλοϊκές ψυχολογικές και ιδεολογικές εξηγήσεις… αμερικανικού τύπου (συνεχή close ups με ευρυγώνιο, βιντεοκλιπίστικη «περιγραφή» της ονειρικής αιώρησης…).
Πηγή: athinorama.gr