Από τον θάνατο της μητέρας του μέχρι τη μοναξιά που βιώνει έντονα όσο μεγαλώνει, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο οποίος μόλις κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας για τη νέα ταινία του «The Room Next Door» με θέμα την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, στο νέο του λογοτεχνικό βιβλίο αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής και της τέχνης του.
Καμιά φορά η πραγματικότητα δεν είναι αρκετή. Η Τέχνη -η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος, η ζωγραφική, το θέατρο- αναλαμβάνει τον ρόλο του φυγά. Δημιουργώντας κόσμους άλλοτε ονειρικούς και άλλοτε εφιαλτικούς, άλλοτε υπερρεαλιστικούς και άλλοτε εντελώς σουρεαλιστικούς, μας ανοίγουν για να αποδράσουμε ένα παράθυρο στη φαντασία όπου όλα είναι πιθανά. Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο θρυλικός σκηνοθέτης που αποτελεί από μόνος του κινηματογραφικό είδος, αυτός ο γίγαντας της Σύγχρονης Τέχνης που πήρε στις πλάτες του το ισπανικό σινεμά και το ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο δημιουργώντας σχολή, στα λογοτεχνικά του βιβλία, όπως άλλωστε και στις ταινίες και στα σενάριά του, δεν είναι απλώς ένας σαγηνευτικός αφηγητής, είναι μέγας ταξιδευτής, από αυτούς τους παλιούς μάγους που ρίχνουν χρυσόσκονη και γκλίτερ στη βαρετή πραγματικότητα για να φανερώσουν τις χίλιες δύο απίθανες προοπτικές των πραγμάτων.
Διαβάζοντας τις 12 ιστορίες του Αλμοδόβαρ στη συλλογή διηγημάτων «Το τελευταίο όνειρο», που κυκλοφόρησε αυτό το καλοκαίρι στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Διόπτρα, σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου, ο αναγνώστης κάνει ένα απίθανο και απολαυστικό ταξίδι στο αλλόκοτο και ανατρεπτικό σύμπαν αυτού του σπουδαίου δημιουργού, ενώ παράλληλα ανακαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής και του έργου του.
Ο σκηνοθέτης που αγαπά τις γυναίκες
Ο Αλμοδόβαρ, με ένα σκοτεινό, αγρίως δολοφονικό χιούμορ, με αυτοσαρκασμό, ειρωνεία, διάθεση ανατροπής και αμφισβήτησης, έριξε στο μπλέντερ της φαντασίας του τη μαγεία του κιτς, το μελό, την υστερία, την έντονη δραματικότητα, μαζί με μια υπερβατική queer αισθητική για να φωταγωγήσει με ένα αλλόκοτο φως τις νευρώσεις του σύγχρονου κόσμου. Αγαπώντας τις γυναίκες, τις έκανε μούσες του, τοτέμ, θεότητες που ισορροπούν αριστοτεχνικά πάνω σε δωδεκάποντα τακούνια, τις αποθέωσε σαν μητέρες, ερωμένες, φίλες, αδερφές. Κυρίως, όμως, με τις ταινίες του ανέδειξε την πολυπλοκότητα, την αμφισημία και τα απύθμενα βάθη της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Aπό τις «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης», το «Μια ζωή ταλαιπωρία», τα «Ψηλά τακούνια», το «Όλα για τη μητέρα μου», το «Μυστικό μου λουλούδι», μέχρι την πιο πρόσφατη κινηματογραφική του δημιουργία «The Room Next Door» (την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του που έχει ως θέμα της την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, με πρωταγωνίστριες την Τίλντα Σουίντον και την Τζούλιαν Μουρ), που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας, καταχειροκροτήθηκε και απέσπασε τελικά την περασμένη Κυριακή τον Χρυσό Λέοντα: όλες οι ταινίες του Αλμοδόβαρ έχουν στον πυρήνα τους τη γυναικεία ψυχή.
Το ίδιο βλέπουμε ακριβώς να ισχύει και στη συλλογή διηγημάτων -ο ίδιος προτιμά να τις αποκαλεί «αφηγήσεις»- που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο, ο οποίος καλύπτει χρονικά σχεδόν όλη του τη ζωή, από την εφηβεία μέχρι σήμερα. Οι γυναίκες κυριαρχούν, δεσπόζουν, πρωτοστατούν στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου: η πορνοστάρ Πάτι Ντιφούσα, που πέφτει θύμα μιας οικογενειακής μαφίας με αφορμή ένα διαμαντένιο κολιέ, η Πάολα -μια τραβεστί ντυμένη όπως η Μάρλεν Ντίτριχ στην ταινία «Ο διάβολος είναι γυναίκα»- που εκδικείται τον ρασοφόρο καθηγητή του καθολικού σχολείου που τη βίαζε όταν ήταν παιδί, μια σκηνοθέτρια διαφημιστικών σποτ που υποφέρει από κρίσεις πανικού και είναι ερωτευμένη με έναν πυροσβέστη-στρίπερ, η θρυλική τραγουδίστρια Τσαβέλα Βάργκας που έγινε μούσα του Αλμοδόβαρ, η πριγκίπισσα Ιωάννα η Σαλεμένη -η κόρη της βασίλισσας Ισαβέλλας της Καστίλλης- που έπεσε σε κώμα και την ξύπνησε ο πρίγκιπας με ένα φιλί του- και, φυσικά, η ίδια η μητέρα τού Πέδρο, που τον μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, εξασφαλίζοντας ένα μικρό εισόδημα διαβάζοντας επιστολές στους αναλφάβητους συγχωριανούς της στο χωριό Ορεγιάνα λα Βιέχα, βάζοντας σάλτσες στα γράμματα για να τους έχει όλους ευχαριστημένους.
Η μητέρα του ήταν ο πρώτος του αφηγητής
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ έγινε αφηγητής, όπως ήταν άλλωστε και η μητέρα του, γιατί συνειδητοποίησε πολύ νωρίς ότι η πραγματικότητα δεν είναι από μόνη της αρκετή – χρειάζεται τη μυθοπλασία για να γίνει πιο νόστιμη, όπως το φαγητό χρειάζεται το αλάτι και τα μπαχάρια. «Η μητέρα μου γέμιζε τα κενά στις επιστολές, διάβαζε στις γειτόνισσες αυτό που ήθελαν να ακούσουν, μερικές φορές πράγματα που πιθανότατα να είχε ξεχάσει να αναφέρει ο αποστολέας και που ευχαρίστως θα υπέγραφε. Αυτοί οι αυτοσχεδιασμοί αποτελούσαν ένα μεγάλο μάθημα για μένα. Όριζαν τη διαφορά μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας και το πώς η πραγματικότητα έχει ανάγκη τη μυθοπλασία για να γίνει πιο ολοκληρωμένη, πιο ευχάριστη, πιο υποφερτή. Για έναν αφηγητή αυτό είναι ουσιώδες μάθημα. Το κατάλαβα με το πέρασμα του χρόνου», εξομολογείται ο Πέδρο Αλμοδόβαρ στην ομότιτλη ιστορία με το βιβλίο του «Το τελευταίο όνειρο».
Αυτές οι φράσεις αποκωδικοποιούν όλο το έργο του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Η φαντασία δεν υπήρξε απλώς καλλιτεχνική έκφραση, ο κιτς κουήρ σουρεαλισμός δεν υπήρξε απλώς αφηγηματικό εργαλείο, η εμμονή του με την ανατροπή της πραγματικότητας μέσα από τη δημιουργία μιας υπερβατικής πραγματικότητας, ήταν το αντίδοτο στην πλήξη του. Σε όλη του την πορεία ο Αλμοδόβαρ παρέμεινε δημιουργικός και αεικίνητος. Δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται, δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες του. Αυτό που πάντα τον κινητοποιούσε είναι το αίσθημα της πλήξης από το οποίο υπέφερε. Δούλευε, έφτιαχνε ταινίες, έγραφε διαρκώς για να μη βαριέται. Ο βούρκος της πλήξης, ο πολτός της βαρεμάρας, τον έκανε να καταφεύγει στην Τέχνη, για να σωθεί, να μη βαλτώσει, να μην πνιγεί, τελικά, από τη βαρεμάρα.
«Η μοναξιά μου είναι το αποτέλεσμα του ότι δεν ανησύχησα για κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό μου»
Όταν ήταν νεότερος, τα κενά της δημιουργίας τα κάλυπτε μια φωταγωγημένη εξωστρέφεια. Η κοινωνικότητα λειτουργούσε σαν αντιβίωση στη φλεγμονή της πλήξης. Πάρτι, ταξίδια για πρεμιέρες, drag shows, δραματικοί έρωτες, γνωριμίες της μιας νύχτας με κάθε είδους ανθρώπους, για έρωτα, για φιλία, για άσκοπο τσάτινγκ – όλα κάλυπταν τον φόβο του μην πλήξει. Μεγαλώνοντας όμως, όπως εξομολογείται σε ένα διήγημα που περιγράφει τη γνωριμία του με τον Άντι Γουόρχολ, άρχισε να κουράζεται από την εξωστρέφεια και τότε οι ατελείωτες ώρες απομόνωσης έγιναν ο βάλτος της βαρεμάρας που φοβόταν όλη του τη ζωή.
«Έφτασα στην κατάσταση της σχεδόν απόλυτης απομόνωσης επειδή δεν ανταποκρινόμουν στους άλλους, επειδή δεν καλλιέργησα αρκετά αληθινές φιλικές σχέσεις ή επειδή παραμέλησα αυτές που είχα. Η μοναξιά μου είναι το αποτέλεσμα του ότι δεν ανησύχησα για κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό μου. Και σιγά-σιγά οι άνθρωποι εξαφανίζονται. Μέρες σαν τη σημερινή, η μοναξιά μου είναι αβάσταχτο βάρος, δεν έχει σημασία που έχω πια συνηθίσει, που έχω γίνει ειδικός στη μοναξιά. Δεν μου αρέσει, και σε πολλές περιπτώσεις μού προκαλεί άγχος. Γι’ αυτό πρέπει να εμπλέκομαι πάντα στη διαδικασία της δημιουργίας μιας ταινίας, ωστόσο, παρότι αυτό συμβαίνει τούτη τη στιγμή, καθώς έχω τρία πρότζεκτ μπροστά μου, υπάρχουν πάντα οι αργίες…».
Πηγή : iefimerida.gr