Μπορεί να συνάντησε τη μεγαλύτερη αναγνώρισή του μέσω του σινεμά, και κυρίως με τις «Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ στο Μιζούρι» (2017), η σπουδαιότερη δουλειά του ΜακΝτόνα εξακολουθεί να βρίσκεται, ωστόσο, στο θέατρο και σε έργα όπως ο «Πουπουλένιος» ή ο «Υπολοχαγός του Ίνισμορ». Πολύ κοντά στο πεσιμιστικό πνεύμα και τη σκοτεινή φάρσα των έργων αυτών έρχονται να βρεθούν τα «Πνεύματα του Ινισέριν», ίσως επειδή το δραματικό και το κωμικό, δύο ετερόκλητες δυνάμεις που χαρακτηρίζουν σε μόνιμη βάση τις ιστορίες του Μακ Ντόνα, εδώ όχι μόνο συνυπάρχουν αρμονικά στην ίδια σκηνή αλλά και αλληλοσυμπληρώνονται.
Τοποθετημένο σε ένα μικρό νησί της Ιρλανδίας, την άνοιξη του 1923, το καινούργιο φιλμ του Μάρτιν ΜακΝτόνα αφηγείται την ιλαροτραγική χιονοστιβάδα συμβάντων που προκαλεί η ξαφνική και μυστηριώδης διάλυση της μακροχρόνιας φιλίας μεταξύ δύο αντρών, όταν ο ένας από τους δύο δηλώνει ένα πρωί στον άλλο ότι δεν επιθυμεί καμία περαιτέρω συναναστροφή μαζί του. Το συμβάν προκαλεί σούσουρο στον ολιγάριθμο νησιωτικό πληθυσμό για τον οποίο ποτέ δεν συμβαίνει κάτι αληθινά αξιοσημείωτο και η μοναδική επαφή με τον έξω κόσμο είναι τα νέα του εμφυλίου πολέμου που μαίνεται κάπου όχι πολύ μακριά από την περιοχή. Από τον ιερέα ως τον αστυνομικό και από τους βαριεστημένους θαμώνες της μοναδικής παμπ μέχρι την κακεντρεχή παντοπώλη ή τη μαυροντυμένη γριά που κυκλοφορεί σαν στοιχειό στο χωριό για να φέρνει μονίμως τα κακά μαντάτα, όλοι γίνονται σιωπηλό ακροατήριο ενός χωρισμού ο οποίος μπορεί αρχικά να φαντάζει ασήμαντος, όμως σύντομα παίρνει απρόσμενα σοβαρές διαστάσεις.
Επάνω στο φαινομενικά μικρό και άνευ ιδιαίτερου λόγου αυτό συμβάν στηρίζει ο ΜακΝτόνα την ταινία του, δίνοντας αρχικά την εντύπωση ότι γράφει και σκηνοθετεί μια πειραγμένη ηθογραφία ή μια μαύρη κωμωδία για την τοξική αρρενωπότητα και την ευθύνη καθενός απέναντι στις ζωές των άλλων. Το φιλμ του, όμως, είναι πολλά περισσότερα. Υπάρχει μια μελαγχολία, μια βαθιά απελπισία που την κουβαλούν οι ήρωες όπου πηγαίνουν. Υπάρχει η μοναξιά και η ασφυξία της μικρής κοινότητας που διαβρώνει αργά και ύπουλα τους κατοίκους της, η αέναη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων που διαστέλλει τον χρόνο. Υπάρχει η συνειδητοποίηση του τι σημαίνει ανθρώπινη ελευθερία και γιατί τελικά αποτελεί μια ουτοπία, η παραδοχή πως η ατομική βούληση ίσως είναι ένα κοσμικό αστείο και η σιγουριά πως όλα είναι μάταια αφού ο θάνατος μας παρακολουθεί διαρκώς, αν και σε απόσταση, και περιμένει υπομονετικά.
Ο ΜακΝτόνα αγαπά τους ήρωές του στην ταινία. Η ειρωνεία με την οποία τους περικυκλώνει δεν είναι χλευαστική, αλλά θρηνητική. Το διαβρωτικό χιούμορ επιστρατεύεται με τρόπο σωτήριο, γιατί επιτέλους πόση υπαρξιακή αγωνία μπορεί να χωρέσει πια σε μια τόσο στενή λωρίδα γης, όπως είναι το (φανταστικό) νησί στο οποίο εκτυλίσσεται το φιλμ; Και η συγκίνηση στο τέλος πηγάζει ατόφια και κερδισμένη. Την χρεώνεται εξίσου ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης όσο και το θαυμάσιο πρωταγωνιστικό δίδυμο των Μπρένταν Γκλίσον και Κόλιν Φάρελ οι οποίοι σκορπίζουν όση ανθρωπιά χρειάζεται για να λιώσει τη μεταλλική, κοφτερή καρδιά της ταινίας.
Πηγή: cinemagazine.gr