Φέτος κλείνουν εξήντα χρόνια από την πρώτη κολεξιόν που υπέγραψε με το όνομά του ο Yves Saint Laurent, ο σχεδιαστής που ενσάρκωσε μοναδικά την έννοια του γαλλικού chic. Κλείνουν επίσης πέντε χρόνια από τη δημιουργία του Μουσείου Yves Saint Laurent Paris, του πρώτου μουσείου της πρωτεύουσας της μόδας που είναι αφιερωμένο στο έργο ενός από τους σπουδαιότερους σχεδιαστές μόδας του 20ού αιώνα. Tο μουσείο άνοιξε τις πόρτες του στις 3 Οκτωβρίου 2017, στον χώρο όπου για 30 σχεδόν χρόνια, από το 1974 έως το 2002, ο Γάλλος σχεδιαστής σχεδίαζε τις περίφημες δημιουργίες του.
Στον ίδιο χώρο, που από το κλείσιμο του οίκου μέχρι το άνοιγμα του μουσείου αποτελούσε την έδρα του Ιδρύματος Yves Saint Laurent-Pierre Bergé, συναντηθήκαμε για πρώτη φορά με τον Pierre Bergé (1930-2017), τον σύντροφο του Yves Saint Laurent (1936- 2008) και διαχειριστή του ομώνυμου οίκου μόδας. «Όταν γνωριστήκαμε», μου είχε πει, «κατάλαβα αμέσως ότι επρόκειτο για μεγαλοφυΐα. Και όταν δημιουργήσαμε τον οίκο υψηλής ραπτικής YSL, δεν υπήρχε περίπτωση να μην είμαστε οι καλύτεροι. Ήταν ο πιο ταλαντούχος νέος μόδιστρος, είχε το πιο λαμπρό μέλλον. Αντιλήφθηκα αμέσως ότι θα έφερνε επανάσταση στη μόδα». Έτσι κι έγινε. Η Chanel είχε δώσει στις γυναίκες την ελευθερία τους και ο Yves Saint Laurent την εξουσία. Ντύνοντάς τες με ανδρικά ρούχα, τους έδωσε σιγουριά και αυτοπεποίθηση, τις βοήθησε να είναι ο εαυτός τους. «Δεν αμφέβαλα ποτέ για την επιτυχία μας», συνέχισε, «κι ούτε αναρωτήθηκα ποτέ τι θα συνέβαινε στο μέλλον. Ήταν προφανές ότι θα ήμασταν το νούμερο ένα. Μέχρι το τέλος».
Σε ερώτησή μου για τη μόδα σήμερα, μου είχε πει χαρακτηριστικά: «Δεν υπάρχει πια μόδα. Δεν υπάρχει υψηλή ραπτική. Μόνο δύο οίκοι έχουν μείνει, ο Dior και η Chanel, κι αυτοί ζουν εντελώς τεχνητά. Συνεχίζουν να υπάρχουν διότι οι οικονομικοί διευθυντές τους θεωρούν ότι η υψηλή ραπτική βοηθάει για να πουλάνε αρώματα, παπούτσια και γραβάτες». Και συνέχισε: «Έτσι κι αλλιώς σήμερα δεν υπάρχουν πια οι γυναίκες στις οποίες απευθυνόταν η υψηλή ραπτική. Διότι η υψηλή ραπτική δεν είναι τέχνη. Γεννήθηκε για να συνοδεύσει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής κι έναν κόσμο ο οποίος έχει εκλείψει. Οπότε δεν έχει πια νόημα να μιλάμε για υψηλή ραπτική».
Στο πλαίσιο αυτού του τρόπου ζωής, το ότι ο Pierre Bergé και ο Yves Saint Laurent ζούσαν ανοιχτά ως ζευγάρι ήταν κάτι απολύτως αποδεκτό. «Ποτέ δεν μας απασχόλησε το θέμα αυτό», είπε. «Ποτέ δεν αναρωτηθήκαμε: “Δεν είμαστε σαν τους άλλους”, “Τι θα πουν;” “Θα μας αποδεχθούν;”». «Έχω όμως απόλυτη συνείδηση», συνέχισε, «ότι, όταν λες “Yves Saint Laurent και Pierre Bergé”, είναι σαν να λες “Jean Cocteau και Jean Marais”. Για μας δεν υπήρχαν δυσκολίες. Δεν είμαι, όμως, ούτε ανόητος ούτε τυφλός. Καταλαβαίνω πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι να ζήσεις τη διαφορετικότητά σου όταν δουλεύεις, ας πούμε, σε ένα εργοστάσιο στη Γαλλία ή αλλού. Το ξέρω ότι δεν είναι εύκολο για όλους. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αγωνίζομαι από παλιά για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Δεν είμαι καθόλου υπέρ της οποιασδήποτε κοινότητας. Είμαι, όμως, υπέρ του δικαιώματος στην αδιαφορία. Δεν αγωνίζομαι για να αναγνωριστεί η διαφορά μας, αλλά για να έχουμε το δικαίωμα να ζήσουμε στην αδιαφορία. Ο κάθε άνθρωπος έχει το απόλυτο δικαίωμα να κάνει ακριβώς αυτό που θέλει και τον εκφράζει». Με τον Yves Saint Laurent, ο Pierre Bergé μοιραζόταν επίσης το ίδιο πάθος για την τέχνη. Τα πρώτα έργα της συλλογής τους τα απέκτησαν στην αρχή της σχέσης τους. Γνωρίστηκαν το 1958 και αγόρασαν το πρώτο έργο τέχνης το 1960. Ήταν ένα αφρικανικό πουλί Σενουφό. Το 1966 απόκτησαν το δεύτερο από τα τρία σημαντικά αποκτήματα που σηματοδότησαν τη δημιουργία της περίφημης συλλογής τους. Επρόκειτο για δύο μεγάλα βάζα του Ντινάν, τα οποία τους ενέπνευσαν το ενδιαφέρον και την αγάπη τους για τις διακοσμητικές τέχνες. Το τρίτο βήμα έγινε το 1971, όταν αγόρασαν το πρώτο έργο τέχνης με την υπογραφή ενός καλλιτέχνη διεθνούς φήμης. Ήταν ένα γλυπτό του Brancusi. Έπειτα όλα πήραν τον δρόμο τους μέχρι τη στιγμή που, μετά τον θάνατο του Yves Saint Laurent, ο Pierre Bergé αποφάσισε να αποχωριστεί ολοκληρωτικά τη συλλογή τους. «Αυτό που ήταν σημαντικό για μας», μου είχε πει, «ήταν να αποκτήσουμε τα έργα αυτά, να απολαύσουμε έναν Picasso, έναν Braque ή έναν Brancusi. Είναι θαυμάσιο να ζεις τόσες δεκαετίες δίπλα σε τέτοια έργα. Ήταν μια συλλογή που δημιουργήθηκε από κοινού, μια συλλογή που μοιραστήκαμε και απολαύσαμε μαζί, μια συλλογή που αποκτήσαμε σιγά σιγά με συστηματικότητα, ενθουσιασμό και αγάπη. Είμαι δεμένος με τα έργα αυτά. Όμως, την ημέρα του θανάτου του Yves, σκέφτηκα ότι τα αντικείμενα δεν έχουν σημασία. Tι νόημα έχει ένα έργο του Brancusi ή του Picasso, όταν εκείνος με τον οποίο τα μοιραζόμουν τόσα χρόνια δεν είναι πια εδώ; »
Πέρα όμως από αυτό, η πώληση της συλλογής θα στήριζε οικονομικά το Ίδρυμα Yves Saint Laurent-Pierre Bergé, το οποίο οι δύο άνδρες κρατούσαν στη ζωή με δικούς τους πόρους. Το ποσό από την πώληση της συλλογής τον Φεβρουάριο του 2009 (373 εκατομμύρια ευρώ), που αποτέλεσε μέγιστο γεγονός στη γαλλική πρωτεύουσα, διατέθηκε στη λειτουργία του Ιδρύματος, εξασφαλίζοντάς του ένα πλούσιο μέλλον. Διότι, πέρα από τις πολιτιστικές, ανθρωπιστικές και επιστημονικές δράσεις του, το θέατρο, την όπερα, τα μουσεία, αλλά και την έρευνα για το AIDS, που ήταν μία από τις βασικές του προτεραιότητες, το Ίδρυμα έπρεπε να συντηρήσει το έργο και την κληρονομιά του Yves Saint Laurent ως σχεδιαστή μόδας. H έκθεση «GOLD – Ο χρυσός του Yves Saint Laurent», την οποία με την ευκαιρία της διπλής φετινής επετείου μπορεί να δει κανείς στο Μουσείο Yves Saint Laurent Paris, εξερευνά τις χρυσές πινελιές στο έργο του διάσημου μόδιστρου, μέσα από σαράντα δημιουργίες υψηλής ραπτικής και prêtà-porter, και μια ευρεία επιλογή από αξεσουάρ, αντικείμενα, αλλά και κοσμήματα – απαραίτητο στοιχείο της διαχρονικής chic σιλουέτας Yves Saint Laurent. Από τα πρώτα χρυσά κουμπιά μέχρι τα μετέπειτα ολόχρυσα φορέματα, από καμία κολεξιόν του YSL δεν λείπει το χρυσό, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον σχεδιαστή σε όλη του την καριέρα. H χρονοθεματική διαδρομή της έκθεσης απηχεί τη φωτεινή προσωπικότητα του διάσημου μόδιστρου και αποκαλύπτει την εκθαμβωτική ποικιλομορφία των διακοσμητικών στοιχείων, τον πλούτο των υφασμάτων και τη λάμψη των υλικών που χρησιμοποιούσε. Από το φόρεμα-κόσμημα που σχεδίασε για την κολεξιόν Φθινόπωρο-Χειμώνας του 1966, η οποία φωτογραφήθηκε μοναδικά από τον David Bailey, μέχρι τα φορέματα της Zizi Jeanmaire ή της Sylvie Vartan, οι δημιουργίες της έκθεσης μας μεταφέρουν σε μια εποχή έντονης γυναικείας χειραφέτησης και ευφορίας, στα χρόνια του διάσημoυ κλαμπ Le Palace και της λαμπερής παρισινής νυχτερινής ζωής. Γιατί όπως έλεγε και ο ίδιος ο Yves Saint Laurent: «Μου αρέσει να φωτίζω το μαύρο με χρυσό». «Η νύχτα πρέπει να είναι πάντα λαμπερή…» GOLD Les ors d’Yves Saint Laurent, 14 Οκτωβρίου 2022-14 Μαΐου 2023, Musée Yves Saint Laurent Paris, 5 Avenue Marceau, 75016-PARIS.
Photo by David Bailey/ Vogue Paris
Πηγή: mancodestyle.com