Ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Από τους βασικούς δημιουργούς του γαλλικού Νέου Κύματος και ίσως ο πιο τρυφερός και ανθρώπινος σκηνοθέτης στην ιστορία του σινεμά. Πέθανε σαν σήμερα, 21 Οκτωβρίου 1984, ενώ φέτος συμπληρώνονται 90 χρόνια από τη γέννησή του.
Όπου και να ψάξεις την ελευθερία δεν θα τη βρεις, γιατί η ελευθερία δεν στέκεται, δεν περιμένει, δεν κρύβεται. Η ελευθερία είναι κάτι που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, βρίσκεται στο φτερό ενός πουλιού που βγήκε να κυνηγήσει την αποπομπή του, στα μαλλιά ενός αγοριού που τρέχει με το ποδήλατο στην κατηφόρα μιας απόρριψης, στο δάκρυ μιας ερωτευμένης που έφυγε για να ξεπλύνει μια ηττημένη λαχτάρα.
Έφυγα βιαστικά από το ξενοδοχείο γιατί ήθελα να δω το Παρίσι βρεγμένο, πριν ο πρωινός ήλιος το στεγνώσει. Ήθελα να δω τις ατέλειωτες χωμάτινες επιφάνειες της πόλης στα πάρκα, τους κήπους και τις πλατείες απάτητες νοτισμένες όπως τις άφησε η μεταμεσονύχτια, καλοκαιρινή μπόρα. Η βροχή σου παραδίδει μια πόλη καινούργια, ολόφρεσκη, αχρησιμοποίητη, μπορεί και λίγο πιο ελεύθερη. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα με την ελευθερία γιατί ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να πετά ελεύθερος, αλλά εκεί που θέλει να πετάξει είναι γεμάτο κανόνες, νόμους και ξόβεργα. «Η Ελευθερία δεν είναι η κόρη αλλά η μητέρα της Τάξης», έγραψε ο Προυντόν. Θα ‘πρεπε καλέ μου Ζοζέφ, θα ‘πρεπε να είναι έτσι, αλλά χρειάζονται τόσες προϋποθέσεις που ακυρώνεται η επιθυμία σου και η ευχή μας.
Πήρα το λεωφορείο από τη Ζενεβιλιέ για το δάσος της Βουλώνης αλλά από την άλλη του πλευρά που είχαμε πάει χθες το μεσημέρι, έτσι κι αλλιώς είναι τεράστιο για να το γυρίσει κανείς χρειάζεται πολλές επισκέψεις. Το δάσος αποτελείται από διάφορα πάρκα όπως: Ζαρντέν ντ’ Ακλιματασιόν, του Σέξπιρ με θεατράκι, του Μπαγκατέλ με τριανταφυλλιές και νούφαρα, εκεί έφτασα με το πρώτο φως. Αυτές είναι οι ώρες που νιώθει κανείς πιο ανάλαφρος, πιο ανεξάρτητος, πιο ελεύθερος.
Άκουγα την πρωινή ανάσα του δάσους κι ένιωθα σαν πιτσιρίκι, που μου είχαν χαρίσει το παιχνίδι που καιρό τώρα λαχταρούσα και δεν μπορούσα να μερέψω τη χαρά μου. Λοφίσκοι, δρομάκια χωμάτινα, λίγα λιθόστρωτα, λίγα με άσφαλτο σχημάτιζαν το τοπίο. Παντού δέντρα, θάμνοι, γρασίδι. Έτσι που περπατούσα ανάμεσα στους θάμνους και τη δροσιά του χαμόγελου μετρούσα τα βήματά μου κι έβρισκα ότι η μεγαλύτερη ήττα του ανθρώπου είναι όταν πάψει να γυρεύει κι άλλη ελευθερία.
Είχα στρίψει από την Allée de la Reine Marguerite δεξιά στη Route de Suresnes με σκοπό να πάρω το λεωφορείο για το κέντρο. Στο Σατλέ θα βρισκόμασταν με τους συνταξιδιώτες μου, θα φεύγαμε για το Φοντενεμπλώ και θα επιστρέφαμε στο Παρίσι αργά το μεσημέρι. Ο ήλιος μόλις είχε βγει και φώτιζε από τ’ ανατολικά, δημιουργούσε όμορφα παιχνιδίσματα ανάμεσα στα δένδρα και τις προβλέψεις τις ημέρας. Από απέναντι ερχόταν μια κοπέλα καλλίγραμμη. Περπατούσε με άνεση και χάρη και είχε μετατρέψει το φτωχό πεζοδρομιάκι της Route de Suresnes σε εντυπωσιακή πασαρέλα.
Όσο πλησίαζε τόσο καλύτερα διακρινόταν οι όμορφες γραμμές του σώματός της, τα μακριά της πόδια. Κοίταζα αριστερά και δεξιά αλλά η νέα γυναίκα είχε γίνει το κέντρο της προσοχής μου. Θα ήταν γύρω στα είκοσι χρόνια. Το δέρμα της ήταν μελαψό, έφερνε σε μιγάδα, με εντυπωσιακά μάτια και όμορφα σχηματισμένο στόμα. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της, τα είχε χτενίσει προς τα πίσω κι άφηνε το πρόσωπο να λάμπει στο φως της ημέρας. Φορούσε ένα ζιβάγκο κοντομάνικο εφαρμοστό και φούστα με άνοιγμα στο αριστερό της πόδι. Στο δρόμο δεν υπήρχε ψυχή.
Μείωσα τον βηματισμό μου ενώ η κοπέλα δεν άλλαξε καθόλου το ράθυμο περπάτημα. Θα είχαμε πλησιάσει στα 2-3 μέτρα όταν χαμογέλασε και τα λευκά δόντια της φώτισαν το όμορφο πρόσωπό της και παράλληλα σήκωσε το εφαρμοστό μπλουζάκι της και πετάχτηκαν τα δυο της στήθη, σαν δυο ζωάκια που ασφυκτιούσαν στο ζιβάγκο. Η κοπέλα σταμάτησε και με κοιτούσε χαμογελώντας. Τα βυζιά της κοπέλας έμειναν όρθια να με κοιτούν κι αυτά ‘’κατάματα’’ και μετά τον πρώτο τράνταγμα της αποκάλυψης έμειναν ασάλευτα. Μετά την πρώτη έκπληξη, ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί.
Κατέβασα το βλέμμα στη γη από ντροπή κι αμηχανία. Ντρεπόμουν για όλη αυτή τη σκηνή κι ένιωθα υπεύθυνος σαν να την εμπνεύστηκα, να την σχεδίασα, να την οργάνωσα ο ίδιος. Προσπέρασα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Κάτι ψιθύρισε η κοπέλα το οποίο ούτε κατάλαβα, ούτε ήθελα να καταλάβω. Είπα να εξομολογηθώ και χώθηκα στις ακτίνες του ήλιου που έβγαιναν πίσω από μια συστάδα δέντρων.
Είχαν σαστίσει τα πάντα μέσα μου, είχαν ακινητοποιηθεί. Αυτό που μ’ ενόχλησε περισσότερο ήταν ότι ήταν πολύ νέα κοπέλα, πολύ μικρή για να βρίσκεται τέτοια ώρα στο δάσος της Βουλώνης και να κάνει αυτή τη δουλειά. Μάζεψα τη σκέψη μου, την ψυχή μου, τα ξέφτια μου κι απομακρύνθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Υπομονή, θα βγάλει φτερά η θλίψη και θα γίνει ξέφωτο και τρικυμία είπα και το αποφάσισα εκείνη τη στιγμή ότι, δεν ονειρευόμαστε, δεν ελπίζουμε, δεν σχεδιάζουμε για να ξεχάσουμε αυτό που ζούμε αλλά για να φωτίσουμε και να κάνουμε πιο όμορφη την επόμενη στροφή, το επόμενο σύθαμπο.
Χωρίς να το καταλάβω, αργοπερπατώντας, είχα φτάσει Jardin d’Acclimatation, είχα βγει από το δάσος και αφού χάζεψα λίγο τα διάφορα μπιχλιμπίδια του λούνα παρκ, που ησύχαζε κάτω από την ακινησία του πρωινού, προσπέρασα τη στρογγυλή πλατεία η οποία έμοιαζε σαν μεγάλος κόμβος και μπήκα στην οδό Rte de la Prte des Sablons à la Prte Maillot προς τα βόρεια. Πέρασα κάθετα τη λεωφόρο Charles de Gaulle, στο βάθος κόντρα στο πρωινό φως στα δεξιά μου διακρινόταν η Αψίδα του Θριάμβου.
Ο Ζυλ Ρενάρ έγραφε «Ελεύθερος άνθρωπος είναι αυτός που δεν φοβάται να πάει μέχρι το όριο της λογικής του». Είχα χρόνο να σκορπίσω στο δάσος και να το γνωρίσω λίγο καλύτερα, μα μου είχε στερέψει η διάθεση, μου είχε τελειώσει η επιθυμία να ψάξω αυτό το όμορφο μέρος. Κάτι είχε σταθεί στο λαιμό μου σαν κόμπος. Μπορούμε να ελαφρύνουμε τη θλίψη, το βάρος και τα βάσανα μ’ ένα ποτήρι κρασί ελευθερίας, γιατί η ελευθερία είναι μια έννοια που δεν τεμαχίζεται, ένα μόριο της να λείψει δεν υπάρχει, πίνεται μονορούφι. Ήθελα να φύγω μακριά, ήθελα να μπω σ’ εκείνο το μόριο ελευθερίας που έλειπε από αυτό το πρωινό και να ταξιδέψω μέχρι να βρεθώ πάλι στο ακρωτήριο μιας συγχώρεσης.
Περπατούσα για αρκετή ώρα, είχε γαληνέψει το μυαλό μου και για ώρα διέσχιζα τη Bd d’Inkermann. Η πρωινή αύρα είχε πάρει στο ανέμισμά της τις σκέψεις μου, αριστερά μου άστραφτε στο φως το όμορφο σύμπλεγμα κτιρίων του School City School Pasteur. Πήρα αριστερά τη Bd Bineau και μπήκα κάτω από τις φυλλωσιές της Bd du Château έφτασα στη γωνία του American Hospital of Paris, Νεϊγί-συρ-Σεν.
Νοσοκομείο είναι εδώ, θα έχουν γιατρευτεί και θα έχουν «ησυχάσει» πολλοί άνθρωποι αλλά εδώ έχει αφήσει την τελευταία του πνοή ο Φρανσουά Τριφό στις 21 Οκτωβρίου 1984, το θυμάμαι για κάποιο απροσδιόριστο λόγο αυτό το American Hospital of Paris, Νεϊγί-συρ-Σεν, απ’ όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του πιο τρυφερού, του πιο ανυπότακτου, του πιο ανατρεπτικού σκηνοθέτη του παγκόσμιου σινεμά. «Το ωραιότερο πράγμα που μου συνέβη ποτέ σε μια κινηματογραφική αίθουσα ήταν να πλησιάσω κοντά στην οθόνη και να γυρίσω να κοιτάξω όλα αυτά τα ανασηκωμένα πρόσωπα, με το φως της οθόνης να αντανακλάται επάνω τους…», είχε πει ο Φρανσουά Τριφό.
Ο Φρανσουά Τριφό (François Truffaut) γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 1932 και απεβίωσε την 21η Οκτωβρίου του 1984 στο νοσοκομείο που εκτεινόταν εμπρός μου. Είναι ένας από τους ιδρυτές του γαλλικού Νέου Κύματος (Νουβέλ Βαγκ) στον κινηματογράφο και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες, με το έργο του να επηρεάζει πλήθος καλλιτεχνών μέχρι και σήμερα. Ο αγαπημένος του σκηνοθέτης ήταν ο Χίτσκοκ, από τον οποίο οι επιρροές είναι εμφανείς. Ο θεματικές του ήταν αρκετά τολμηρές για την εποχή, ενώ η αδυναμία του είναι, αδιαμφισβήτητα, τα περίφημα ερωτικά τρίγωνα. «Για πολύ καιρό πίστευα πως συμβαίνουν απίστευτα πράγματα κάτω από τις φούστες των γυναικών», έλεγε χαμογελώντας και γύριζε στις σημειώσεις του. Ο Τριφό πολύ πιο πριν από τον Κουέντιν Ταραντίνο βλέπει, «διαβάζει» και βγάζει σε πρώτο πλάνο τους σινεφίλ σκηνοθέτες μαζί με τον μεγάλο Χίτσκοκ.
Νόθος γιος κάποιου τζαναμπέτη παριζιάνου που ποτέ δεν τον γνώρισε. Η μητέρα του και ο θετός πατέρας του Ρολάν Τριφό, τον άφησαν μέχρι τα δέκα του στη γιαγιά του κι όταν επέστρεψαν να τον πάρουν η γερμανική κατοχή είχε σκεπάσει τη χώρα.
Ο μικρός Φρανσουά και η οικογένεια του ζούσαν φτωχικά στην κακόφημη περιοχή του Πιγκάλ. Εκεί ο Φρανσουά γνώρισε και συμπάθησε τις πόρνες της περιοχής οι οποίες παίζουν και σημαντικό ρόλο στις κατοπινές του ταινίες. Χωρίς ιδιαίτερη εκτίμηση στους γονείς του, που λάτρευαν την ορειβασία, κάτι παντελώς αδιάφορο για τον ίδιο, θα αρχίσει να βλέπει μανιωδώς ταινίες, φτάνοντας τις 4.000 μέχρι τα 19 του χρόνια. Έφηβος θα κλέψει τη γραφομηχανή ενός θείου του, για να χρηματοδοτήσει μία κινηματογραφική λέσχη με τους φίλους του. Η «κλοπή» θα εξαγριώσει τον πατριό του, ο οποίος θα τον κλείσει στο αναμορφωτήριο για έξι μήνες!
Αν υπάρχει μια άσχημη πλατεία στο Παρίσι αυτή είναι η πλατεία Πιγκάλ. Παντού λεωφορεία, στάσεις, κτίρια ταλαιπωρημένα, διαφημίσεις, αταξία, ακόμα και το σιντριβανάκι μοιάζει παραδομένο σε αντιαισθητικά γκραφίτι και σκουπίδια. Μετά το καθαρό και περιποιημένο Φοντενεμπλώ στο οποίο είχαμε εκδράμει χθες, η πλατεία φάνταζε άσχημη και παρατημένη. Ο γιος μου ο Αλέξανδρος, προπορευόταν κι εγώ με την Αναστασία ακολουθούσαμε. Κάπου εδώ γυρνοβολούσε ο Αντουάν στα 400 χτυπήματα.
«-Σε μισή ώρα στην πλατεία Πιγκάλ, του δίνει ραντεβού ο συμμαθητής του, στον Αντουάν, στα 400 χτυπήματα, για να τον οδηγήσει σε ένα παλιό τυπογραφείο για να περάσει την άστεγη νύχτα του».
-Από που πάμε; ρώτησε ο Αλέξανδρος.
-Από ‘δω είναι η Μονμάρτη, έδειξε αριστερά μας η Αναστασία.
-Από κει είναι, συμφώνησα, μπερδεμένος από τις σκέψεις μου για τον Αντουάν και τις ερωτήσεις του Αλέξανδρου, αλλά ας ακολουθήσουμε την πρόταση του οδηγού κι ας πάμε από κάτω.
-Παγωτάκι, έχει ή λέμε και ξελέμε; είπε ακίνητος ο Αλέξανδρος και η μικρή λάμψη στην άκρη του ματιού του μεγάλωσε, μέχρι που του χαμογέλασα.
-Κανόνισε γιατί θα σε βλέπω σε κανένα αναμορφωτήριο, όπως έκαναν παλιά, τον απείλησα, διπλώνοντας τον στα μπράτσα μου.
Στο αναμορφωτήριο ο Τριφό θα συνεχίσει με κάθε τρόπο να παρακολουθεί κινηματογράφο, «ψυχοκινητική αστάθεια» διέγνωσαν οι ιθύνοντες του ιδρύματος και μετά από λίγο διαπίστωσαν ότι αυτό οφείλεται στο προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον. Σε ηλικία 18 χρόνων, θα επιχειρήσει να αυτοκτονήσει με 23 χαρακιές στο χέρι του. Θα γλυτώσει από θαύμα. Μέσα στα αδιέξοδά του θα αποφασίσει να καταταχθεί στο στρατό και θα σταλεί στη Σαϊγκόν. Δεν θα αντέξει και θα λιποτακτήσει, για να συλληφεί. Θα εκδιωχθεί από το στράτευμα ως «ασταθής χαρακτήρας», θα επιστρέψει στο Παρίσι, αλλά βλέποντας ότι όλα παραμένουν ίδια θα επιχειρήσει για δεύτερη φορά να αυτοκτονήσει.
Ένας από τους γιατρούς που τον κουράριζαν γνώριζε τον θεωρητικό του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν και θα τον φέρει σε επαφή μαζί του, γνωρίζοντας την τρέλα του Τριφό για το σινεμά. Ο Μπαζέν θα του δώσει την ευκαιρία να γράψει κριτικές στο Cahiers du cinema και να διακριθεί για την εμβρίθεια και την καυστικότητα των κειμένων του. Εκεί θα γνωριστεί και με τα άλλα τρομερά παιδιά του “Νέου Κύματος” και θα καταλάβει ότι το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνει ήταν η σκηνοθεσία, γιατί «Οι ταινίες είναι πιο αρμονικές από τη ζωή. Δεν υπάρχουν μποτιλιαρίσματα στις ταινίες ούτε νεκροί χρόνοι».
Ψάχνοντας από δω κι από κει σε διάφορα έντυπα έβαλα σε μια σειρά το έργο του μεγάλου δημιουργού, με το πρώτο του κιόλας φιλμ, «Les Quatre Cents Coups – Τα 400 χτυπήματα» (1959), ο Τριφό κερδίζει το Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες, παίρνει τα σκήπτρα της γαλλικής νουβέλ βαγκ δημιουργεί το δικό του τρόπο να λέει τις ιστορίες του, μακριά από εμμονές και δυσβάσταχτα στυλ.
Διαβάστε περισσότερα στο andro.gr