Ενταγμένο σε έναν δραματουργικό κύκλο έργων που καταπιάνονται με την επιστήμη φιλτραρισμένη μέσα από διαπροσωπικές ιστορίες (όπως οι “Αστερισμοί” του Νικ Πέιν, ή –αν και σε μικρότερη κλίμακα– η “Γρανάδα” του δικού μας Γιάννη Καλαβριανού) είναι το “On Ego” του Βρετανού Μικ Γκόρντον. Γραμμένο το 2005 σε συνεργασία με τον νευροψυχολόγο Πολ Μπρουκς (από το έργο του οποίου “Into the silent land”, εμπνέεται), στοχάζεται πάνω στην ιδέα του Εαυτού, βάζοντας στο επίκεντρο το ερώτημα: αν δεχτούμε πως ο άνθρωπος είναι ένα σύνολο κυττάρων, πώς προκύπτουν η ψυχή, η προσωπικότητα, η ατομική ταυτότητα;
Αν και το έργο ξεκινάει με τη μορφή διάλεξης, την οποία δίνει ενώπιον των θεατών ο Άλεξ, ένας νευρολόγος, ο στόχος του συγγραφέα δεν είναι ακαδημαϊκός. Η ανθρωποκεντρική, γοητευτική και άκρως συγκινητική ιστορία του “Οn Ego” θέτει αρχικά μια σειρά από ασυνήθιστα ζητήματα και ερωτήματα (αλήθεια, πώς γίνεται η σάρκα πνεύμα; ή αν ο εαυτός μας είναι το αφήγημα, ποιος είναι ο αφηγητής;), για να πάρει στην πορεία μία ακόμη πιο αναπάντεχη στροφή, καθώς εμπλέκει την επιστημονική φαντασία (;) ως δραματουργικό μοχλό δράσης, μέσω του μοτίβου της τηλεμεταφοράς, και να καταλήξει στη σχέση του Άλεξ και της συζύγου του, Άλις, που δοκιμάζεται από τον καρκίνο. Ο συγγραφέας παραθέτει τα γεγονότα και τις διάφορες παραμέτρους της ιστορίας χωρίς απόλυτη σειρά, σαν τα κομμάτια ενός παζλ που καλείται να ενώσει ο θεατής, κάτι που μάλλον ενισχύει την γοητεία του κειμένου, ενώ το ίδιο ισχύει και για την πληθώρα των πληροφοριών. Βέβαια, ίσως έτσι ανεβαίνει ο πήχης της δυσκολίας όσον αφορά την πρόσληψη των δεδομένων αλλά, από την άλλη, σε αυτή χρωστάμε ένα πολυεπίπεδο κείμενο, που μας δίνει αρκετά “μυστικά” προς ανακάλυψη και δεν εξαντλείται με την πρώτη επαφή.
Το έργο μάς συστήνει ο Γιάννης Νταλιάνης, σε μια παράσταση που δεν κραυγάζει, αλλά αναδεικνύει επαρκώς τη γοητεία της συγγραφικής ιδέας. Το τεχνολογικό περιβάλλον που έχει δημιουργήσει ο Παντελής Μάκκας (video art) πλαισιώνει το επιστημονικό background της ιστορίας, αλλά εκεί όπου πραγματικά διακρίνεται η παράσταση είναι σε ό,τι αφορά την εσωτερικότητά της· η ευαισθησία και οι εσωτερικοί τόνοι κυριαρχούν στις ερμηνείες όσο και στη γενικότερη ατμόσφαιρα. Το τραγούδι της Ελεονώρας Ζουγανέλη σε σύνθεση του Νίκου Κυπουργού συμπληρώνει ωραία τα συναισθηματικά τοπία των ηρώων, ενώ η σκηνοθεσία αναδεικνύει εξίσου τα στοιχεία του χιούμορ και της συγκίνησης. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη αποδεικνύεται ιδανική Άλις, με έναν εύθραυστο δυναμισμό που μαγνητίζει, ενώ ο Γιώργος Κορομπίλης και ο Γιάννης Καπελέρης μοιράζονται, σκηνοθετική αδεία, το ρόλο του Άλεξ, ενισχύοντας το συγγραφικό εύρημα της τηλεμεταφοράς. Ο Θανάσης Βλαβιανός και η Χρύσα Νταή ολοκληρώνουν τη διανομή μιας παράστασης που μας αφήνει με μια γλυκόπικρη επίγευση και πολλά ερεθιστικά ερωτήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη.
Πηγή: athinorama.gr