Από τα εμβληματικότερα μπλοκμπάστερ των ρεϊγκανικών 80s, το “Top Gun” των Τόνι Σκοτ (σκηνοθεσία), Τζιμ Κας, Τζακ Επς Τζούνιορ (σενάριο), Ντον Σίμσον και Τζέρι Μπρουκχάιμερ (παραγωγή) ανανέωσε τη χολιγουντιανή δυναμική των ταινιών δράσης και εκτόξευσε τον Τομ Κρουζ στην κορυφή της λίστας των σύγχρονων κινηματογραφικών σταρ. Το φημολογούμενο σίκουέλ του παρέμεινε για δεκαετίες στο στάδιο της ιδέας, μπήκε στο στάδιο της προπαραγωγής μόλις το 2010, εγκαταλείφθηκε μετά την αυτοκτονία του Σκοτ και ξαναβγήκε από το συρτάρι το 2017, περιμένοντας υπομονετικά την πλήρη χαλάρωση των πανδημικών μέτρων για να κάνει την πρεμιέρα του στις αίθουσες. Αποδείχτηκε μια σοφή από κάθε άποψη επιλογή, καθώς η υποδειγματική αξιοποίηση του κληρονομούμενου σινε-μύθου επιβεβαίωσε ακόμη μία φορά πως, όταν η χολιγουντιανή συνταγή πετύχει, τότε είναι εμπορικά ακαταμάχητη.
Το “Top Gun: Maverick” ποντάρει τα πάντα στον ατίθασο κι αντισυστημικό πρωταγωνιστικό χαρακτήρα του, συνεχιστή του πνεύματος των πιονέρων και ιδανικό εκφραστή του αμερικανικού ονείρου. Η προσήλωση του Πιτ “Μάβερικ” Μίτσελ στις ιδέες του και τις ανορθόδοξες μεθόδους του, την οποία επιβεβαιώνει η αρχική σκηνή δοκιμής ενός πειραματικού αεροπλάνου, του έχει στοιχίσει μια περήφανη στρατιωτική καριέρα και τον έχει καθηλώσει στη θέση του σμηναγού. Πριν προλάβει να πέσει ακόμα χαμηλότερα, χάρη σε παρέμβαση του πρώην άσπονδου φίλου του και νυν ναυάρχου Τομ “Άισμαν” Καζάνσκι, επιστρέφει στο Top Gun του Σαν Ντιέγκο ως εκπαιδευτής. Πρέπει να εκπαιδεύσει μια ντουζίνα κορυφαίων νεαρών πιλότων για το βομβαρδισμό του πυρηνικού εργοστασίου μιας εχθρικής χώρας (ποια να ’ναι; ποια να ’ναι;) σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα και με τον επικεφαλής της αποστολής να διαφωνεί ανοιχτά με την τακτική προσέγγισή του.
Υπάρχουν κι άλλα μελοδραματικά εμπόδια στην πορεία του Μάβερικ προς την ευτυχή ολοκλήρωση της αποστολής του (ένας παλιός έρωτας, μια βαριά απώλεια, ένας πιλότος που τον έχει –άδικα– άχτι), τα οποία αυτό το σίκουελ χειρίζεται με σχηματική σοβαροφάνεια, διανθισμένη με νοσταλγικές αναφορές στην παλιά ταινία, σκηνές αερομαχιών που κόβουν την ανάσα (γυρισμένες με ελάχιστα ψηφιακά εφέ) και χοντροκομμένη πολεμοκάπηλη ρητορική. Όπως και το φιλμ του 1986, το “Top Gun: Maverick” παρουσιάζει αρχικά έναν (αμερικανικό) μικρόκοσμο γεμάτο αντιθέσεις: ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες (πιλότους), σε νέα και παλιά γενιά, σε γραφειοκρατική και δημιουργική, ριψοκίνδυνη μεθοδολογία, σε λευκούς, ισπανόφωνους και Αφροαμερικανούς. Μια έξωθεν απειλή, όμως, θα ευθυγραμμίσει τα επιμέρους δράματα σε μια κοινή συνισταμένη, θα ενώσει ξανά όλους τους αντιπάλους και θα απωθήσει κάθε τραυματική διαφορά, αναδεικνύοντας με χολιγουντιανή μεγαλοπρέπεια το πατριωτικό, δηλαδή πολεμικά επιθετικό, καθήκον ως το ύψιστο κινηματογραφικό αφήγημα που μετατρέπεται ταχυδακτυλουργικά σε γοητευτικό μιλιταριστικό ιδεολόγημα.
Πηγή: athinorama.gr