Στη μνήμη της μεγάλης Ελληνίδας Μαρίας Κάλλας, η πρωτεύουσα απέκτησε τον δεύτερο λυρικό οργανισμό της. Ο Δημήτρης Κιουσόπουλος γράφει για την εναρκτήρια παραγωγή που ήταν αρκούντως πρωτότυπη.
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκαν τη Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018 τα υπό νέα διεύθυνση εγκαίνια του Θεάτρου Ολύμπια, το οποίο πλέον ονομάζεται Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας – εννοείται Αθηνών. Καθιερώθηκε έτσι επιτέλους το πολυζήτητο τοπόσημο για τη μνήμη της μεγάλης Ελληνίδας τραγουδίστριας στην πόλη όπου αυτή έζησε την εφηβεία της και έκανε τα πρώτα της επαγγελματικά καλλιτεχνικά βήματα.
Το υφιστάμενο κτίριο εγκαινιάστηκε το 1958 και σχεδιάστηκε ειδικά για να φιλοξενήσει την Εθνική Λυρική Σκηνή, διαδεχόμενο το παλαιότερο ομώνυμο θέατρο που βρισκόταν στην ίδια θέση. Έξι δεκαετίες αργότερα, μια νέα διαδοχή, θεσμική αυτή, επανεγκαθιστά τη λυρική τέχνη στην καρδιά της πόλης ιδρύοντας έναν δεύτερο λυρικό οργανισμό και εγγράφοντας έτσι και την Αθήνα στη χορεία των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων που διαθέτουν τουλάχιστον δύο αμιλλώμενα λυρικά θέατρα: Μαδρίτη, Λονδίνο, Βερολίνο, Παρίσι είναι οι πρώτες που αυτόματα έρχονται στον νου.
Η εναρκτήρια παραγωγή πάντως δεν επιλέχθηκε από το παραδοσιακό λυρικό εργολόγιο αλλά ήταν εξόχως πρωτότυπη, συγκεκριμένα το “Όνειρο θερινής νύχτας” του Ουίλιαμ Σαίξπηρ με την σκηνική μουσική του Φέλιξ Μέντελσον. [1] Ο όρος “θεατροποιημένη συναυλία” που προτείνει το πρόγραμμα αποπειράται να μεταφράσει στο σύγχρονο κοινό μια πρακτική που κάποτε ήταν συνήθης αλλά σήμερα σχεδόν αδιανόητη, δηλαδή μια θεατρική παράσταση με πλήρη συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας και τραγουδιστών (μονωδών και χορωδίας).
Από τον Έγκμοντ του Μπετόβεν ως τον Πελλέα και Μελισσάνθη του Φωρέ, οι συνθέσεις αυτές, η λεγόμενη σκηνική μουσική, είναι διάσημες και καθιερωμένες να ακούγονται ως αυτόνομα συναυλιακά προγράμματα, τόσο που οι ακροατές πλέον σχεδόν δεν συνειδητοποιούν ότι γράφτηκαν πράγματι ως μουσική για συνοδεία παραστάσεων. Είχαμε λοιπόν την σπάνια ευκαιρία να γνωρίσουμε τη μουσική του Μέντελσον στην αρχική της διάσταση, ενταγμένη μέσα σε παράσταση του σαιξπηρικού έργου, το οποίο είναι φτιαγμένη για να αναδεικνύει.
Σε αυτή την περίπτωση βέβαια η μουσική χάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, και η καθοδήγηση της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων (ΣΟΔΑ) από τον αρχιμουσικό Μιχάλη Οικονόμου πράγματι αποσκοπούσε – και πέτυχε – πρωτίστως στην άριστη ένταξη του μουσικού μέσα στο δραματικό στοιχείο, παρά στο αμιγές ακρόαμα. Είχαμε έτσι την ευκαιρία να ακούσουμε και τα μέρη που παραλείπονται στις συναυλιακές αποδόσεις, δηλαδή τα μελοδράματα, στα οποία η απαγγελία γίνεται κατά τη διάρκεια της μουσικής ή σχολιάζεται αντιστικτικά από αυτή, όπου βέβαια ο συγχρονισμός με τους ηθοποιούς είναι κρίσιμος. Τα χορικά αποδόθηκαν στην γερμανική γλώσσα από τις κυρίες της χορωδίας, παραταγμένες σε δυο ομάδες στα άκρα της σκηνής, χωρίς να ενταχθούν πολύ ενεργά στη δράση. Όπως φάνηκε, οι δυνάμεις της χορωδίας μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του θεάτρου, ενώ τα δύο σόλι απέδωσαν πολύ ικανοποιητικά δύο κορυφαίες – η πρώτη και ευρισκόμενη στα αριστερά με λίγο καλύτερη προβολή στον χώρο.
Η υπόλοιπη παράσταση δόθηκε στα ελληνικά σε μετάφραση του Διονύση Καψάλη σε ομοιοκατάληκτους στίχους, η οποία είχε μεγάλη αμεσότητα και τόνισε περισσότερο την κωμική διάσταση του έργου σε σχέση με την ονειρική. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη, που επικουρήθηκε καίρια από την Αρετή Μώκαλη για τη χορογραφία και την επιμέλεια της κίνησης. Με διάρκεια περίπου δύο ὠρες, η παράσταση είχε καλή ροή και δεν κούρασε. Επίσης θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είχε και διδακτικό χαρακτήρα, αφού εμφανίστηκε ως πρόσθετος ρόλος ο αφηγητής φορώντας το προσωπείο του Σαίξπηρ, ο οποίος απήγγειλε κάποιους πρόσθετους στίχους (του Γιώργου Ξενία, που είχε και την γενική επιμέλεια του κειμένου) που αποσκοπούσαν στο να εισαγάγουν τους θεατές στις συμβάσεις του Ελισαβετιανού θεάτρου και να τους κατατοπίσουν σχετικά με την κάπως περίπλοκη υπόθεση του έργου. Τα σκηνικά ήταν αμιγώς ψηφιακά (Ανδρέας Μουρτζούκος – Saxelectro), οι φωτισμοί του Αποστόλη Τσατσάκου και τα ενδύματα εκλεκτικά ερανισμένα από την ιματιοθήκη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής κατ’ ευγενική παραχώρηση της τελευταίας και σε επιμέλεια της Ελένης Κοζάου.
Η προσέγγιση του σκηνοθέτη ήταν γλαφυρά αφηγηματική, και υπηρετήθηκε εξαιρετικά από το σύνολο των ηθοποιών, που αποδείχθηκαν πολύ ικανοί στην κίνηση – η Μαριάνθη Σοντάκη (Ιππολύτη, Τιτάνια) θα μπορούσε να είναι και χορεύτρια, όπως και τα τρία Ξωτικά και ο Χρήστος Ντόβας (Θησέας, Όμπερον) – χωρίς να υπολείπονται στην ευκρινή άρθρωση. Αναλυτικά έπαιξαν: Χρήστος Ντόβας (Θησέας, Όμπερον), Μαριάνθη Σοντάκη (Ιππολύτη, Τιτάνια), Ευγενία Μαραγκού (Αφήγηση, Νεράιδα, Μπρίκης), Δημήτρης Πάσσος (Αιγέας, Σφήνας), Σπύρος Βαρβαγιάννης (Πάτος), Κωνσταντίνα Αργυροπούλου (Πουκ), Δανάη Μιχοπούλου (Ερμία), Κική Σταυριανίδη (Ελένη), Γιάννης Τσούτσιας (Λύσανδρος, Σουραύλης), Στράτος Χατζηηλίας (Δημήτριος, Αλφάδης), Πάολα Καλλιγά, Δανάη Σδούγκου, Έφη Σισμανίδου (Ξωτικά). Βοηθός σκηνοθέτη Τίνα Σκόδρα.
Οι ηθοποιοί ενισχύθηκαν μικροφωνικά, ευτυχώς χωρίς να δημιουργηθεί πρόβλημα στην ακουστική σχέση με την ορχήστρα και την χορωδία. Ο σκηνοθέτης πάντως τελικά ενέδωσε στιγμιαία στον πειρασμό των μεταμοντέρνων ευρημάτων και στους γάμους της Ιππολύτης και του Θησέα έβαλε τα Ξωτικά να κάνουν ότι βγάζουν φωτογραφίες. Ήταν μάλλον η μόνη ατυχής έμπενυση της βραδιάς, που κατά τα άλλα άφησε τους θεατές πολύ ικανοποιημένους. Γενική ήταν επίσης η εντύπωση ότι η παράσταση χωρίς να είναι καθόλου παιδική θα ήταν ιδανική και για παιδιά, αφού όσα παρακολούθησαν αποδείχτηκαν οι πιο ενθουσιασμένοι θεατές. Κάτι που άλλωστε είχε ήδη προβλέψει η Φάννυ Μέντελσον, η αδελφή του συνθέτη, σε επιστολή της λίγο πριν από την πρώτη δημόσια παράσταση στο Βερολίνο το 1842, διαβεβαιώνοντας ότι “σίγουρα θα ξετρελαθούν τα παιδιά”!
Πηγή: andro.gr