Η προτελευταία ταινία του βιρτουόζου Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, θέτοντας καίρια ηθικά ζητήματα και προσφέροντας γεωμετρικά πλάνα υψηλής αισθητικής ακρίβειας, παραμένει στην ελίτ της γαλλικής κινηματογραφίας.
«Οι άνθρωποι γεννιούνται αθώοι, αλλά χάνουν την αθωότητά τους. Είναι ένοχοι οι άνθρωποι», λέει ο διοικητής της αστυνομίας στον επιθεωρητή Ματέι. Ακριβώς σε αυτό το σημείο οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ καλού και κακού, θύτη και θύματος, αστυνομικού και κακοποιού ξεθωριάζουν και τα μεγάλα ηθικά ερωτήματα αρχίζουν να τρυπώνουν σε κάθε περίτεχνη σεκάνς του Μελβίλ. Το εισαγωγικό απόφθεγμα του Βούδα μιλά για το αναπόφευκτο της μοίρας, το οποίο οδηγεί τους ανθρώπους σε κοινούς τόπους. Όπως, για παράδειγμα, η τυχαία συνάντηση του πρόσφατα αποφυλακισμένου διαρρήκτη Κόρι και του δραπέτη Βοζέλ, οι οποίοι ετοιμάζουν ένα νέο, μεγάλο χτύπημα.
Ο Μελβίλ παρουσιάζει ένα απόκοσμο Παρίσι, σκιαγραφώντας το σε σκοτεινούς τόνους και τοποθετώντας τους αντιήρωές του σε άρτια γεωμετρικά πλάνα. Επιπλέον, ο Γάλλος βιρτουόζος δίνει στο έργο του πινελιές υψηλής αισθητικής ακρίβειας: από το μοναδικό ζουμ άουτ στο τρένο, την απαράμιλλη σιωπηλή –αλά «Ριφιφί»– σεκάνς της ληστείας και την ευρηματική κάθοδο του Ντελόν με το ασανσέρ μέχρι τον κόκκινο κύκλο που σχηματίζεται με τεμπεσίρι στο κεφάλι της στέκας, το γαλλικό νουάρ βρίσκεται έπειτα από 48 χρόνια στην ελίτ της γαλλικής κινηματογραφίας.
Πηγή: athinorama.gr