Η Ωραία της Ημέρας, πριν γίνει η επικότερη ταινία του Luis Bunuel, υπήρξε το προβοκατόρικο μυθιστόρημα με την υπογραφή του Γάλλου συγγραφέα, Joseph Kessel, που κυκλοφόρησε το 1928 από τις εκδόσεις Gallimard. Μια αντιφατική νουβέλα που τόλμησε τότε να μιλήσει ανοιχτά για τον ακραίο γυναικείο ψυχισμό, τις θηλυκού γένους σαδομαζοχιστικές τάσεις.
Το 1966, οι αδελφοί Raymond and Robert Hakim, που είχαν εταιρεία παραγωγής, προσέγγισαν τον Bunuel για να του προτείνουν να δημιουργήσουν μια κινηματογραφική εκδοχή του γνωστού βιβλίου. Εκείνος δέχτηκε με τον όρο να έχει πλήρη ελευθερία κινήσεων και επιλογών. Μάλιστα λίγο πριν υπογράψουν το συμβόλαιο, ο ίδιος αφαίρεσε τον όρο να έχουν οι παραγωγοί την τελική επίβλεψη και άποψη πάνω στο έργο του. Οι αδελφοί Hakim είχαν ήδη φανταστεί την Catherine Deneuve ως Séverine και “συμπτωματικά” μετά από casting, την ενέκρινε και ο Bunuel. Ο Ισπανός σκηνοθέτης διένυε ήδη τότε την 6η δεκαετία της ζωής του και είχε προλάβει να καθιερωθεί ως σημαντικός και αντισυμβατικός καλλιτέχνης διεθνώς, με την τάση να αποδομεί μέσα από τις ταινίες του κάθε μορφής κοινωνικές συμβάσεις. Η Deneuve από την άλλη είχε γίνει γνωστή μέσα από το Repulsion του Polanski και τις Ομπρέλες του Χερβούργου. Πέρα από αυτό ο Bunuel συμφώνησε ότι η ψυχρή και αινιγματική της ομορφιά ήταν ο τέλειος καμβάς για τον συγκεκριμένο ρόλο.
Αν και το Belle de Jour δεν ήταν ένα μυθιστόρημα που άρεσε στον σκηνοθέτη, ούτε και η ιδέα της δημιουργίας της συγκεκριμένης ταινίας ήταν δική του, ωστόσο διέκρινε στο στόρι κάποια στοιχεία που τον ενδιέφεραν: αρρωστημένες φαντασιώσεις, σκοτεινοί έρωτες, μια δόση από μαύρο χιούμορ και βέβαια αποστομωτική κοινωνική κριτική. Στην αυτοβιογραφία του ο Bunuel έγραφε: “Ήταν ένα μελό μυθιστόρημα που όμως ήταν καλά δομημένο έτσι ώστε να με βοηθήσει να μεταφράσω τις φαντασιώσεις της Séverine σε ολοζώντανες εικόνες και να σκιαγραφήσω το πορτρέτο μια μαζοχίστριας μεγαλοαστής”.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων η Deneuve είχε δηλώσει ότι απολαμβάνει πολύ τη διαδικασία. Συγκεκριμένα είχε πει ότι αν και κάποιες σκηνές στον οίκο ανοχής έχουν δυσκολία, είναι τόσο συνεπαρμένη από την προσωπικότητα του Bunuel που το βρίσκει υπέροχο. Ένα μεγάλο ψέμα. Η αλήθεια την οποία η Ωραία της Ημέρας αποκάλυψε μόλις το 2004, ήταν ότι δεν είχε τις καλύτερες αναμνήσεις. Είχε πει χαρακτηριστικά ότι ο Bunuel δεν επικοινωνούσε με τους ηθοποιούς, ούτε με τους παραγωγούς με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καμία ομαδικότητα. Η ίδια ένιωθε εκτεθειμένη με τρόπο που της προκαλούσε άγχος και ανασφάλεια: “Με χρησιμοποίησαν περισσότερο απ’ όσο είχαμε συμφωνήσει. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθα εκμετάλλευση και απογοήτευση”. Από την άλλη ο σκηνοθέτης εκ των υστέρων είχε πει ότι η Deneuve ήταν διαρκώς λυπημένη και ο πραγματικός λόγος ήταν ότι δεν καταλάβαινε τον τρόπο που δούλευε ο ίδιος και την σκέψη του πίσω από τις επιλογές του: “δεν ήθελε να φανεί το στήθος της σε μια ταινία σαν αυτή. Αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε σκηνές εντάσσοντας ένα κομμάτι υφάσματος για να καλύψουμε τα απόκρυφά της” είχε περιγράψει.
Πριν την προβολή της ταινίας, ο Bunuel αναγκάστηκε να κάνει κάποιες τροποποιήσεις. Οι παραγωγοί επέμειναν να γίνουν ορισμένες μικρές “εκπτώσεις” με το επιχείρημα ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να προφυλάξουν την ταινία από βέβαιη λογοκρισία. Συγκεκριμένα γυρίστηκε ξανά η σκηνή που η Séverine βρίσκεται μέσα στο φέρετρο, αυτή τη φορά χωρίς να υπάρχει στο φόντο η εικόνα του Χριστού με την υπογραφή του Matthias Grünewald. Ο Bunuel θεωρεί ότι “η σκηνή είχε πολύ μεγαλύτερη αξία με αυτή την γεμάτη ρεαλισμό θρησκευτική εικόνα”.
Με την εικόνα του Grünewald ή χωρίς και ανεξάρτητα από το αν η Catherine Deneuve πλήρωσε με την ψυχική της ηρεμία το τίμημα του ρόλου της, εμείς οι υπόλοιποι θα ανατρέχουμε ξανά και ξανά στην έμπνευση, την ομορφιά, τον ρεαλισμό, την κλασσικότητα της Ωραίας της Ημέρας.
Πηγή: mancode.gr