Oραματιστής, εκκεντρικός, αλλά τόσο σπάνια ιδιαίτερος. Ο ισπανός αρχιτέκτονας κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση για το εξτρεμιστικό και συνάμα μεταμοντέρνο στυλ του, το οποίο κατάφερε να παντρέψει με τη μεσογειακή κουλτούρα.
Μεγαλομανής, επαναστάτης, ρομαντικός και ουτοπιστής. Ο Ricardo Bofill και το μεταμοντέρνο αρχιτεκτονικό ύφος του, αλλά πάντα ριζωμένο στη μεσογειακή κουλτούρα, έχουν κερδίσει απανταχού την αναγνώριση. Χρειάστηκε, όμως, το Instagram για να δοξαστεί και να γίνει ο καλός πελάτης των φωτογράφων συλλέγοντας likes. Ο κοσμοπολίτης Καταλανός, στα 79 του σήμερα, έχει μια τεκτονική άποψη για την αρχιτεκτονική.
Φέτος, γι’ ακόμα μια φορά, δραστηριοποιείται στη Γαλλία, ορθώνοντας νέες εργατικές συνοικίες, βασισμένες σε μια ουτοπική φιλοσοφία. Κατ’ αυτόν, το χρήμα δεν είναι κριτήριο ώστε να διαθέτει κάποιος μια εντυπωσιακή κατοικία. Το σχέδιό του είναι να προσφέρει ένα παλάτι στον καθένα. Έτσι, τα νέα του συγκροτήματα τροχιοδρομούν μεταξύ παρισινής Αναγέννησης και ελληνικού Kλασικισμού σ’ ένα πολύχρωμο Tetris.
Αν και αναδρομικά ο Μποφίλ θεωρεί ότι τα ουτοπικά πλάνα του απέτυχαν, αφού ο κοινωνικός συγχρωτισμός στον οποίο στόχευαν δεν επετεύχθη ποτέ, τα μαστόδοντά του εξακολουθούν να ορθώνονται αυθάδικα στον ουρανό. Πριν από τέσσερα χρόνια, το σουρεαλιστικό Abraxas του 1982 στα παρισινά περίχωρα χρησίμεψε ως ντεκόρ για τα γυρίσματα του Hunger Games (Αγώνες Πείνας) με την Τζένιφερ Λόρενς.
Το συγκρότημα διαμερισμάτων El Castillo Kafka (Το κάστρο του Κάφκα) του 1968 στη Βαρκελώνη και το Xanadú, θέρετρο διακοπών στο Αλικάντε, του 1971, είναι παζλ σε γαλάζια και πράσινα χρώματα. Ακόμα πιο καθηλωτική είναι La Muralla Roja, της οποίας οι ροζ-μπλε επιφάνειες γνώρισαν φέτος μεγάλες πιένες στα κοινωνικά δίκτυα.
Γιος Καταλανού αρχιτέκτονα και Βενετσιάνας μητέρας, ο Ρικάρντο μεγάλωσε στην Ισπανία του Φράνκο. Αν και η μαρξιστική του στράτευση του στοιχίζει τη φοίτησή του στο πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, συγκροτεί τη βάση της προοδευτικής φιλοσοφίας του. Οπότε φεύγει για σπουδές στη Γενεύη, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, μια περίοδο όπου η μινιμαλιστική αρχιτεκτονική αποτελούσε τον κανόνα. Ενώ για τους μοντερνιστές, όπως ο Λε Κορμπυζιέ, η φόρμα ώφειλε να απορρέει της λειτουργίας, ο Μποφίλ εξ αρχής το είδε διαφορετικά.
Από το 1963, στα 23 του, φροντίζει να το δηλώσει με τη δημιουργία του γραφείου Taller de Arquitectura (RBTA), μαζεύοντας γύρω του μια ομάδα από αρχιτέκτονες, ντιζάινερς, μηχανικούς, μαθηματικούς, κοινωνιολόγους, σκηνοθέτες, φιλοσόφους και ποιητές, γλύπτες και ζωγράφους. Όλοι αυτοί ονειρεύονται ένα μέλλον όπου οι άνθρωποι θα ζουν μέσα σε κάθετες δομές που θα συνδέονται με πλατείες.
Στα 60 χρόνια καριέρας, ο Μποφίλ θα σχεδιάσει πάνω από 1.000 κτίρια και «Πόλεις του Διαστήματος», από την Ισπανία και τη Γαλλία ως τη Λισαβόνα και τη Βοστώνη περνώντας από την Αγία Πετρούπολη, μαγεμένος από την κλίμακα και τη βαρύτητα, τη μνήμη και την πατίνα σε τεχνικόλορ.
Τη δεκαετία του ’90, όταν η μεταμοντέρνα αισθητική του με τους κίονες και τα αετώματα γίνεται υπερβολικά δημοφιλής –χυδαία τη βρίσκει σήμερα-, στρέφεται σε ναούς από μπετόν και γυαλί, όπως της Shiseido στο Τόκιο και το Terminal 1 στο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης, του Dior και της Cartier στο Παρίσι ή το Dearborn Center στο Σικάγο. Projects αναμφίβολα εντυπωσιακά, αλλά λιγότερο επαναστατικά από τα προηγούμενα. Αναπτύσσει ένα σύστημα με modula, κυβικούς όγκους που διασπείρονται σύμφωνα με αυστηρούς γεωμετρικούς κανόνες, ακολουθώντας αρμονικές, επιδιώκοντας την ποικιλομορφία, αλλά αποτρέποντας την αυθαίρετη ανάπτυξη των δομών.
Διαβάστε περισσότερα στο andro.gr